Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ελληνικό. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ελληνικό. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 24 Σεπτεμβρίου 2013

ΚΥΠΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ - CYPRIOT ENGLISH DICTIONARY

Με μεγάλη μας χαρά και υπερηφάνια θα θέλαμε σας παρουσιάζουμε μια περίληψη, ένα δείγμα αν θέλετε, της δικής μας πρότασης για ένα κυπρο-ελληνικό λεξικό.

Ψατζιή: Τσουχτερό κρύο / δηλητήριο / οξύνους άνθρωπος

 
With great pleasure and pride we wish το present a summary, a sample we can say, of our proposal for a Cypriot-Greek dictionary.

 Psadji: bitter cold / poison / perceptive man

ΚΥΠΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ - CYPRIOT ENGLISH DICTIONARY

Με μεγάλη μας χαρά και υπερηφάνια θα θέλαμε σας παρουσιάζουμε μια περίληψη, ένα δείγμα αν θέλετε, της δικής μας πρότασης για ένα κυπρο-ελληνικό λεξικό.

Χαϊχούην: Πλάκα / χαβαλές
Χαμαί: Κάτω / χάμω
Χαννοπαττίχα: Βλαμμένη / βιδάτη
Χαρτωμένος: Αρραβωνιασμένος
Χογλά: Βράζει
Χτηνόν: Κτήνος / Πολύ δυνατός άνθρωπος
Χτιν: Γουδί
Χτιτζιο(ζο)λοά: Μυρίζει πολύ άσχημα
Χτιτζιον: Βρωμερό / Αηδιαστικό
Χτοσιέριν: Γουδοχέρι


With great pleasure and pride we wish το present a summary, a sample we can say, of our proposal for a Cypriot-Greek dictionary.

Chaeechoueen: Fun
Hamae: Down on the ground
Channopatticha: Stupid woman
Chartomenos: Engaged
Chogla: Boils
Chtinon: Beast / Very strong man
Chtin: Mortar
Chtidjo(zo)loa: It smells very bad
Chtidjon: Stench / Disgusting
Chtosherin: Pestle

ΚΥΠΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ - CYPRIOT ENGLISH DICTIONARY

Με μεγάλη μας χαρά και υπερηφάνια θα θέλαμε σας παρουσιάζουμε μια περίληψη, ένα δείγμα αν θέλετε, της δικής μας πρότασης για ένα κυπρο-ελληνικό λεξικό.

Φακκώ: Χτυπώ
Φάουσα: Μέγαιρα / Προστακτική του "σκασμός"
Φιλούθκια: Φιλάκια
Φκάλλω: Βγάζω
Φκιολίν: Βιολί
Φκιόρον: Λουλούδι / πολύ μεθυσμένο άτομο
Φλόκκος: Σφουγγαρίστρα
Φώκος: Φωτιά
Φουντάνα: Βρύση
Φούρπος: Ποδόσφαιρο

 
With great pleasure and pride we wish το present a summary, a sample we can say, of our proposal for a Cypriot-Greek dictionary.

Fakko: Beat
Faousa: shrew, imperatives of "shut up"
Filouthkia: Kisses
Fkallo: Taking out
Fkiolin: Violin
Fkioron: Flower / too drunk person
Flokkos: Mop
Fokos: Fire
Fountana: Faucet
Fourpos: Football

Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2013

ΚΥΠΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ - CYPRIOT ENGLISH DICTIONARY

Με μεγάλη μας χαρά και υπερηφάνια θα θέλαμε σας παρουσιάζουμε μια περίληψη, ένα δείγμα αν θέλετε, της δικής μας πρότασης για ένα κυπρο-ελληνικό λεξικό.

Τατάς: νονός
Τζιαμέ: εκεί
Τάβλα: τραπέζι
Τάνγκα: ακριβώς
Ταπέλλα: πινακίδα
Ττάππος: πώμα / κοντός
Τζιεγκένης: τεμπέλης / αργόσχολος
Τσιλλώ: πιέζω
Τσούρα: κατσίκα
Τταππουροκολού: μοτοσικλέτα
Τζιλώ: κυλάω
Τζίνη: εκείνη
Τζίνος: εκείνος
Τζισβές: μπρίκι
Τζοιμισμένος: κοιμισμένος
Τουρτουρώ: κρυώνω
Τζιαί: και
Τσεντί: πορτοφόλι
Τσαέρα: καρέκλα

With great pleasure and pride we wish το present a summary, a sample we can say, of our proposal for a Cypriot-Greek dictionary.

Tatas: godfather Tziame: there Tavla: table Tanga: just Tapella: sign Ttappos: short Tziegkenis: lazy / loafer Tsillo: press Tsoura: goat Ttappourokolou: motorcycle Tzilo: roll Tzini: She Tzinos: he Tzisves: brig Tzoimismenos: asleep Turturro: I'm cold Tziai: and Tsenti: wallet Tsaera: chair


ΚΥΠΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ - CYPRIOT ENGLISH DICTIONARY

Με μεγάλη μας χαρά και υπερηφάνια θα θέλαμε σας παρουσιάζουμε μια περίληψη, ένα δείγμα αν θέλετε, της δικής μας πρότασης για ένα κυπρο-ελληνικό λεξικό.

Σάκκος: παλτό
Σαντανοσιά: ανακατωσούρα
Σιακατούρι: κατηφόρα
Σιεηττάνης: σατανάς, πονηρός
Σιεροκουτάλα: ανεκατόστρα, αυτή που μπλέκει κουβέντες
Σιέσης: δειλός
Σιντυχάννω: μιλώ
Σιονοτός: πατημένος, με μεγάλη ταχύτητα
Σιόρ: κύριος
Σιουσιούκκος: παραδοσιακό κυπριακό γλυκό
Σούζω: κουνώ
Στέκκα: λεπτός/ή
Στράτα: δρόμος
Σύξηλος: άναυδος
Σύρνω: ρίχνω
Σωρόκφω: μαζεύω

With great pleasure and pride we wish το present a summary, a sample we can say, of our proposal for a Cypriot-Greek dictionary.

Sakkos: coat Santanosia: busybody Siakatouri: downhill Sieittanis: satan, wicked Sierokoutala: anekatostra, that mixes words Siesis: coward Sintyhanno: speak Sionotos: pressed at high speed Sior: mister Siousioukkos: traditional Cypriot sweet Souzo: Swing Stekka: Slim / or Strata: street Syxilos: speechless Sirno: throw (I) Sorokfo: Shrink

ΚΥΠΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ - CYPRIOT ENGLISH DICTIONARY

Με μεγάλη μας χαρά και υπερηφάνια θα θέλαμε σας παρουσιάζουμε μια περίληψη, ένα δείγμα αν θέλετε, της δικής μας πρότασης για ένα κυπρο-ελληνικό λεξικό.

Ρα: αναφορά προς κοπέλα (αντίστοιχο του ρε)
Ρέσσω: περνώ
Ριάλλια: λεφτά
Ρότσος: πέτρα

With great pleasure and pride we wish το present a summary, a sample we can say, of our proposal for a Cypriot-Greek dictionary.

Ra: Petition to girl (equivalent re) Resso: Pass Riallia: Money Rotsos: Stone

ΚΥΠΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ - CYPRIOT ENGLISH DICTIONARY

Με μεγάλη μας χαρά και υπερηφάνια θα θέλαμε σας παρουσιάζουμε μια περίληψη, ένα δείγμα αν θέλετε, της δικής μας πρότασης για ένα κυπρο-ελληνικό λεξικό.

Παγκούιν: Παγκάκι
Παουρίζω: Φωνάζω
Παπίλλαρος / Ματζιήλα: Τα πρώτα σύκα
Παπίρα: Πάπια / μούσκεμα
Πάππαλλα: Τέλος
Παραπόττης: Μπαγαπόντης
Παρπέρης: Κουρέας
Πασιαμάς: Πλάκα / χαβαλές
Πασιής: Χοντρός
Πατανία: Κουβέρτα
Πάτσος / πατσαρκά: χαστούκι
Πατσιαούρα: Ατιμέλητη / παλιόρουχο
Πατταλόνιν: παντελόνι
Παττίχα: Καρπούζι
Πεζούνιν: Περιστέρι
Περτίτζιην: Περδίκι
Πιθκιαυλοζάμπης / -ισσα: Άντρας / Γυναίκα που τα πόδια του/της είναι λεπτά σαν το πιθκιαύλι
Πιθκιαύλι: Ο αυλός που έπαιζαν οι βοσκοί κατά τη διάρκεια της ημερήσιας βοσκής στους αγρούς
Πιλέ: Ήδη
Πίσσα: Τσίχλα / Ρητίνη
Πιττώννω: Καταπλακώνω
Ποδά: Από 'δω
Ποϊνες: Γαλότσες
Ποθκιάντραπος: Ξεδιάντροπος
Πολογιάζω: Διώχνω
Πομιλόρι: Ντομάτα
Πόμπα: Βόμβα / Τουλούμπα / τέλειο
Ποξαμάτι: Παξιμάδι
Πορνόν: Πρωί
Πότσα: Μπουκάλα
Ποτζιεί: Απ' εκεί
Πουλλαόφωνος: άντρας με λεπτή φωνή
Που(σ)πούξιος / Κουκκουφκιάος: Κουκουβάγια
Ππαραόπιστος: Τσιγκούνης / φιλάργυρος
Ππεζεβέγκης: Κερατάς
Ππούλλιν: Ηλίθιος / γραμματόσημο
Ππουνιά: Γροθιά
Ππουρτού, τα: Κινητά περιουσιακά στοιχεία
Πρότσα: Πιρούνι
Πυρκόλα του την: Χτύπα τον
Πυρά, η: Ζέστη
Πύρουλλος: Καύσωνας

With great pleasure and pride we wish το present a summary, a sample we can say, of our proposal for a Cypriot-Greek dictionary.

Pagguin: Bench
Paourizo: Yell
Papillaros / Matziila: The first figs
Papeera: Duck / soaking
Pappalla: End
Parapottis: tricker
Parperis: Barber
Pashamas: Plaka / chavales
Pashees: Fat
Patania: Blanket
Patsos / patsarka: slap
Patshaoura:
Sloppy / useless fabric
Pattalonin: pants
Patticha: Watermelon
Pezounin: Dove
Pertitziin: partridge
Pithkiavlozampis /-issa: Man / Woman who his / her feet are thin like pithkiafli
Pithkiavli: The flute who shepherds
play during the daily grazing on the fields
Pile: Already
Pissa: Gum / Resin
Pittonno: I'm crushing
Poda: From now on
Poeenaes: Galoshes
Pothkiantrapos: Shameless
Pologiazo: banishe

Pomilori: Tomato
Pompa: Bomb / Touloumpa / perfect
Poxamati: Nut
Pornon: Morning
Potsa: Bottle
Potziei: From there
Poullaofonos: man with a fine voice
Poupouxios / Koukkoufkiaos: Owl
Pparaopistos: Stingy / miser
Ppezevegkis: Cuckold
Ppoullin: Idiot / stamp
Ppounia: Fist
Ppourtou, the: Movable property
Protsa: Fork
Pyrkola tou tin: Hit him
Pira i: hot
Pyroullos: Heatwave

Σάββατο 21 Σεπτεμβρίου 2013

ΚΥΠΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ - CYPRIOT ENGLISH DICTIONARY

Με μεγάλη μας χαρά και υπερηφάνια θα θέλαμε σας παρουσιάζουμε μια περίληψη, ένα δείγμα αν θέλετε, της δικής μας πρότασης για ένα κυπρο-ελληνικό λεξικό.

Όι: Όχι
Ολάν: Τι νομίζεις
Οξά: ή
Όξινο: Λεμόνι / Ξινό
Όξυπνος: Ξύπνιος / Οξύνους
Ούσσου: Σώπα
Ούτσιαλης: Πολύ φαΐ

With great pleasure and pride we wish το present a summary, a sample we can say, of our proposal for a Cypriot-Greek dictionary.

Oe: No

Olan: What do you think

Oxa: or

Oxino: Lemon / Sour

Oxypnos: Awake / Peaked

Oussou: Hush

Outshalis: Lot of food
 

ΚΥΠΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ - CYPRIOT ENGLISH DICTIONARY

Με μεγάλη μας χαρά και υπερηφάνια θα θέλαμε σας παρουσιάζουμε μια περίληψη, ένα δείγμα αν θέλετε, της δικής μας πρότασης για ένα κυπρο-ελληνικό λεξικό.

Ξημαρισμένος: Λερωμένος


With great pleasure and pride we wish το present a summary, a sample we can say, of our proposal for a Cypriot-Greek dictionary.

Ximarismenos: Dirty

ΚΥΠΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ - CYPRIOT ENGLISH DICTIONARY

Με μεγάλη μας χαρά και υπερηφάνια θα θέλαμε σας παρουσιάζουμε μια περίληψη, ένα δείγμα αν θέλετε, της δικής μας πρότασης για ένα κυπρο-ελληνικό λεξικό.

Νησιάνι: διακριτικό στρατιωτικού βαθμοφόρου
Ντζιήζω: Αγγίζω

With great pleasure and pride we wish to present a summary, a sample we can say, of our proposal for a Cypriot-Greek dictionary.

Nishani: distinctive military rank

Ntshizo: I touch

ΚΥΠΡΟΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ - CYPRIOT ENGLISH DICTIONARY

Με μεγάλη μας χαρά και υπερηφάνια θα θέλαμε σας παρουσιάζουμε μια περίληψη, ένα δείγμα αν θέλετε, της δικής μας πρότασης για ένα κυπρο-ελληνικό λεξικό.

Μαείρισσα: Κατσαρόλα / Μαγείρισσα
Μαϊττάππιν: Δούλεμα /Κοροϊδία
Μαλαχτός: Μαλακός / ευάλωτος
Μαννός: Βλάκας / χαζος
Μάππα: Μπάλα
Μάππουρος: Κουκουνάρι
Μαυρού: Οποιαδήποτε κοπέλα από τις Ασιατικές, κυρίως, χώρες
Μεζετζιής: Λάτρης του μεζέ
Μίλλα: Λίπος / λαρδί
Μιτσής: Μικρός
Μονή: Κρεβάτι
Μοτόρα: Μοτοσυκλέτα
Μουβλούκα / Μαουλούτζιην: Μαξιλάρι
Μούλα: Μουλάρα / ημιόνα
Μούττη: μύτη / κορφή
Μουτταρκά: Απόκρημνο έδαφος
Μούχτιν: Δωρεάν / τζάμπα
Μιάλος: Μεγάλος


With great pleasure and pride we wish we present a summary, a sample we can say, of our proposal for a Cypriot-Greek dictionary.

Maeirissa: Pot / Cooker woman
Maittappin: Bondage / Spoof
Malachtos: Soft / vulnerable
Mannos: moron / dumb
Mappa: Ball
Mappouros: Pine
Mavrou: Any girl from Asian, primarily countries
Mezetshis: lover of appetizers
Milla: fat / lard
Mitsis: Small guy
Monee: Bed
Motora: Motorcycle
Mouvlouka / Maouloutshin: Pillow
Mula: Female mule
Mouttee: nose / top
Mouttarka: Steep terrain
Mouchtin: Free
Mialos: Big guy