Σάββατο 21 Σεπτεμβρίου 2013

ΚΥΠΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ - CYPRIOT ENGLISH DICTIONARY

Με μεγάλη μας χαρά και υπερηφάνια θα θέλαμε σας παρουσιάζουμε μια περίληψη, ένα δείγμα αν θέλετε, της δικής μας πρότασης για ένα κυπρο-ελληνικό λεξικό.

Όι: Όχι
Ολάν: Τι νομίζεις
Οξά: ή
Όξινο: Λεμόνι / Ξινό
Όξυπνος: Ξύπνιος / Οξύνους
Ούσσου: Σώπα
Ούτσιαλης: Πολύ φαΐ

With great pleasure and pride we wish το present a summary, a sample we can say, of our proposal for a Cypriot-Greek dictionary.

Oe: No

Olan: What do you think

Oxa: or

Oxino: Lemon / Sour

Oxypnos: Awake / Peaked

Oussou: Hush

Outshalis: Lot of food
 

ΚΥΠΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ - CYPRIOT ENGLISH DICTIONARY

Με μεγάλη μας χαρά και υπερηφάνια θα θέλαμε σας παρουσιάζουμε μια περίληψη, ένα δείγμα αν θέλετε, της δικής μας πρότασης για ένα κυπρο-ελληνικό λεξικό.

Ξημαρισμένος: Λερωμένος


With great pleasure and pride we wish το present a summary, a sample we can say, of our proposal for a Cypriot-Greek dictionary.

Ximarismenos: Dirty

ΚΥΠΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ - CYPRIOT ENGLISH DICTIONARY

Με μεγάλη μας χαρά και υπερηφάνια θα θέλαμε σας παρουσιάζουμε μια περίληψη, ένα δείγμα αν θέλετε, της δικής μας πρότασης για ένα κυπρο-ελληνικό λεξικό.

Νησιάνι: διακριτικό στρατιωτικού βαθμοφόρου
Ντζιήζω: Αγγίζω

With great pleasure and pride we wish to present a summary, a sample we can say, of our proposal for a Cypriot-Greek dictionary.

Nishani: distinctive military rank

Ntshizo: I touch

ΚΥΠΡΟΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ - CYPRIOT ENGLISH DICTIONARY

Με μεγάλη μας χαρά και υπερηφάνια θα θέλαμε σας παρουσιάζουμε μια περίληψη, ένα δείγμα αν θέλετε, της δικής μας πρότασης για ένα κυπρο-ελληνικό λεξικό.

Μαείρισσα: Κατσαρόλα / Μαγείρισσα
Μαϊττάππιν: Δούλεμα /Κοροϊδία
Μαλαχτός: Μαλακός / ευάλωτος
Μαννός: Βλάκας / χαζος
Μάππα: Μπάλα
Μάππουρος: Κουκουνάρι
Μαυρού: Οποιαδήποτε κοπέλα από τις Ασιατικές, κυρίως, χώρες
Μεζετζιής: Λάτρης του μεζέ
Μίλλα: Λίπος / λαρδί
Μιτσής: Μικρός
Μονή: Κρεβάτι
Μοτόρα: Μοτοσυκλέτα
Μουβλούκα / Μαουλούτζιην: Μαξιλάρι
Μούλα: Μουλάρα / ημιόνα
Μούττη: μύτη / κορφή
Μουτταρκά: Απόκρημνο έδαφος
Μούχτιν: Δωρεάν / τζάμπα
Μιάλος: Μεγάλος


With great pleasure and pride we wish we present a summary, a sample we can say, of our proposal for a Cypriot-Greek dictionary.

Maeirissa: Pot / Cooker woman
Maittappin: Bondage / Spoof
Malachtos: Soft / vulnerable
Mannos: moron / dumb
Mappa: Ball
Mappouros: Pine
Mavrou: Any girl from Asian, primarily countries
Mezetshis: lover of appetizers
Milla: fat / lard
Mitsis: Small guy
Monee: Bed
Motora: Motorcycle
Mouvlouka / Maouloutshin: Pillow
Mula: Female mule
Mouttee: nose / top
Mouttarka: Steep terrain
Mouchtin: Free
Mialos: Big guy

ΚΥΠΡΟΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ - CYPRIOT ENGLISH DICTIONARY

Με μεγάλη μας χαρά και υπερηφάνια θα θέλαμε σας παρουσιάζουμε μια περίληψη, ένα δείγμα αν θέλετε, της δικής μας πρότασης για ένα κυπρο-ελληνικό λεξικό.

Λαλώ: Λέω
Λαός: Λαγός
Λάου - λάου: Σιγά - σιγά
Λάσσω: Γαυγίζω
Λαφαζάνης: Μυθομανής
Λίξης / Λισσιάρης: Λιγούρης / Λαίμαργος
Λισσιοπεινώ: Πεινάω σαν λύκος
Λουβώ: Μαδάω
Λούκκος: Λάκκος


With great pleasure and pride we wish to present a summary, a sample we can say, of our proposal for a Cypriot-Greek dictionary.

Lalo: I say
Laos: Lagos
Laou - Laou: Slowly - slowly
Lasso: bark
Lafazanis:
Person with great imagination 
Lixis / Lissiaris: Gluttony
Lisshopeino: I'm too hungry
Louvo: Pluck
Luccos:
cesspool