Δευτέρα 6 Αυγούστου 2012

Γιάννης Ττίκκης, από τους τελευταίους των Μοϊκανών

"Με το γαίμαν της καρκιάς μου": Αν τα ποιήματα, τραγούδια και τσιαττίσματα του τα έβαζε σε χαρτί και τα πουλούσε, έστω και ένα σελίνι το ένα, θα ήταν ζάμπλουτος, όπως τονίζει. Μέρος μόνο όλων αυτών είναι καταγεγραμμένο στο βιβλίο του!

Ο τίτλος του το λέγει καθαρά. "Με το γαίμαν της καρκιάς μου". Έτσι τιτλοφορείται το βιβλίο του λαικού μας ποιητή Γιάννη Ττίκκη και όντως, μέσα από τις γραμμές του, τους δεκαπεντασύλλαβους στίχους του, ο Γιάννης Ττίκκης βγάζει πάνω στο χαρτί κάμποσο κλάμα και πόνο. Πονά για το χωριό του, την Τρυπημένη, κλαίει για την προσφυγιά, θυμάται τους ανθρώπους του χωριού, εκείνους τους φτωχούς σε αγαθά, αλλά πλούσιους στην καρδιά και στην ανθρωπιά γεωργούς και βοσκούς. Δεν μπορεί ακόμα να χωνέψει τον θάνατο του πατέρα του ο οποίος είναι αγνοούμενος, και διαλαλεί τούτον τον αγιάτρευτο πόνο ακόμα και στα τσιαττίσματα του. Γι' αυτό κι όταν ο επίσης λαϊκός ποιητής Βασίλης Χαπέσιης του επισήμανε πριν από χρόνια ότι δεν τον ακούει τον τελευταίο καιρό (μετά την προσφυγιά) να τραγουδά, ο Ττίκκης έδωσε αυθόρμητα την εξήγηση:
"Παφής η Τζιύπρου ε' στην σκλαφκιάν τζι' εσύραν με στα ξένα
Σιήλια μασιαίρκα δίκοπα πάνω μου καρφωμένα
Με σιαίρουμαι , με τραουώ, ούτε τζιαι κλείω μάτι
Γιατ' έχω αγνοούμενο πον της καρκιάς κομμάτι"
Τον θαυμάζεις

Για όλα γράφει ο Ττίκκης, ένας από τους τελευταίους των Μοϊκανών στον τομέα της λαϊκής ποίησης. Γράφει για την αγάπη, τους ξενιτεμένους, το γάμο, τους αρχοντοχωριάτες και τις παραξενιές τους, το άτιμο το χρήμα, την άδικη κοινωνία. Για όλα τούτα που βλέπει και τον ενοχλούν, γιατί διαπιστώνει πως χάθηκαν οι αξίες οι παλιές, η εκτίμηση του ανθρώπου, η γνησιότητα στη ζωή του και στα φερσίματα του. Εκεί όμως που ο Ττίκκης απογειώνεται και κερδίζει το ενδιαφέρον σου, είναι όταν μιλά για το χωριό του, τους τόπους όπου μεγάλωσε, για την προσφυγιά. Κι είναι ο πόνος του τόσο μεγάλος, που σε κατακλύζει κι εσένα σαν κάτσεις και τον ακούσεις. Στο κουρείο του, εκεί στην Κωνσταντίνου Παλαιολόγου της Λευκωσίας, ο Ττίκκης τα μοιράζεται όλα τούτα με τους πελάτες του. Δουλεύει το ψαλίδι και την κτενιά στα κεφάλια των ανθρώπων, αλλά την ίδια ώρα εμπνέεται μέσα από την κουβέντα και σκαρώνει στο πι και φι τα τσιαττίσματα του. Τον ακούεις και τον θαυμάζεις. Πως τα βρίσκει, τα βάζει στη σειρά και τα ξεστομίζει την ίδια ώρα, σπάζει το κεφάλι σου. Όταν συνομιλούσαμε τηλεφωνικά για να διευθετήσουμε τη συνάντηση, τον παρακάλεσα να με πάρει την επαύριον στο τηλέφωνο μήπως και ξεχάσω. Και όντως, την άλλη μέρα το πρωί, ενώ πλησίαζα στο μαγαζί του για να κουβεντιάσουμε, κτυπά το τηλέφωνο και, πατώντας το κουμπί του κινητού, ακούγω τον Ττίκκη:
"Εγιώ σινιάλον κάμνω σου τζι' εσού σημεία δώσε
για την δουλειάν που 'ννα γενεί είμαι δαμέ, φιλ' Αντώνη, να 'ρτεις τζιαι καρτερώ σε
"

Ένα σελίνι μόνο

Πήγα για μισή ώρα στο κουρείο του, αλλά κάτσαμε και κουβεντιάζαμε κοντά στις δύο ώρες. Είναι χαρά Θεού να κουβεντιάζεις με τέτοιους ανθρώπους. Όσο απλοϊκοί κι αν είναι, φεύγωντας από κοντά τους διαπιστώνεις ότι άρπαξες απ' αυτούς, κέρδισες πράγματα που ούτε καν είχες διανοηθεί. Αυτό συμβαίνει με τον Ττίκκη. Αρχικά, τον ρώτησα αν θυμάται πόσα τραγούδια έγραψε, πόσα τσιαττιστά ξεστόμισε. Και ιδού η αυθόρμητη απάντηση: "Ρε φίλε Αντώνη, αν τύπωνα τα τραούθκια που εξεστόμισα τζιαι επούλουν τα μόνον έναν σελίνιν το έναν, θα ήμουν πιο πλούσιος ακόμα τζιαι που τον Σιακόλαν".

Τότε που ήταν ξυπόλητος...

Το ταλέντο να πιάννει τους στίχους στο μυαλό του, να τους δουλεύει, να τους πλέκει μεταξύ τους και να τους βγάζει ύστερα από το στόμα του είτε ως τσιαττιστά, είτε ως ολοκληρωμένα τραγούδια ή ποιήματα, ο Ττίκκης το είχε ξεδιπλώσει από πολύ νωρίς. Ήταν μόλις 9 χρονών, όταν σε ένα γάμο στο χωριό του, στην Τρυπημένη, έλεγαν τσιαττιστά δύο μεγάλοι σε ηλικία συγχωριανοί του. Θυμάται ότι ο ένας εξ' αυτών ήταν ο Λούκας του Χάβα. Κόντεψε, λοιπόν, ο Ττίκκης και "σε κάποια στιγμή, που βρήκα την ευκαιρία, πετάχτηκα στη μέση του και του είπα το δικό μου τσιαττιστό. Συνέχισα, είπα κι άλλα και αυτό άρεσε στον κόσμο". Ε, από τότε τον κέρδισε η λαϊκή ποίηση. Όπως ο ίδιος λέγει, έγινε 9 χρονών για να πρωτοφορέσει παπούτσια. Ακριβώς τότε τον έστειλε ο πατέρας του στο Λευκόνοικο να μάθει παρπέρης. Στη συνέχεια πήγε και μαθήτευσε σε κουρείο στην Αμμόχωστο και το 1966, σε ηλικία 21 ετών, έφτασε στη Λευκωσία, όπου άνοιξε το δικό του κουρείο. Ο Ττίκκης συνέχισε, όμως, και την άλλη του τέχνη. Έλαβε μέρος σε δεκάδες εκδηλώσεις, διαγωνιζόμενος στο τραγούδι και την ποίηση. Αναρίθμητα είναι τα βραβεία που κέρδισε. Οι τοίχοι του κουρείου του είναι γεμάτοι από τα διπλώματα που του απενεμήθησαν για την πρώτη θέση που κέρδισε σε τέτοιους διαγωνισμούς.

Θα φωνάζει που τον τάφο

Περισσότερο γράφει για το χωριό του, τους τόπους του, τα χωράφια, εκεί που μεγάλωσε. Γι' αυτό και κάθε νύχτα, εκεί που πλαγιάζει για να κοιμηθεί... πηγαίνει, όπως λέγει, στο χωριό του. "Θυμούμαι το χωρκό μου, περπατώ στους δρόμους του, πάω στα χωράφκια και συναντώ τους ανθρώπους  του χωρκού. Κόφκω κουβέντες μαζί τους...", κι αυτή η ιστορία συνεχίζεται για χρόνια τώρα. Εκείνο, όμως, που του κρούζει την καρκιάν είναι η σκέψη και μόνο ότι σαν πεθάνει θα θαφτεί στα ξένα. Εκφράζει και δαιλαλεί τούτον τον πόνο σε ένα από τα ποιήματα του με τίτλο "Τζι' εν θέλω να 'μαι δίχα σου, ούτε τζιαι πεθαμένος".

Αν εν γραφτόν που τον Θεόν τζι' εν να θαφτώ στα ξένα, στα χώματα της προσφυγιάς πον βαρετά κουτσούριν, 'πο τζιείν' τον τάφον τον κλειστόν, πον σκοτεινά πισσούριν, εν να φωνάζω, να λαλώ τ' όνομαν σου εσέναν...

Τζι' η μόνη μου παρηορκά που μες της γης το βάθος, να καρτερώ που τον βορκάν αέρας να φυσήσει, των περβολιών σου η δροσιά να 'ρτει να με δροσίσει, να μου φακκά η μυρωθκιά, ν' αλαφρυνίσκει ο τάφος.

Το βιβλίο του Γιάννη Ττίκκη είναι ένας θησαυρός για όσους ξέρουν ν' αγαπούν τα γνήσια πονήματα τ' ανθρώπου. Πωλείται προς 15 ευρώ το ένα, αλλά στόχος του, όπως ο ίδιος τονίζει, δεν είναι να βγάλει λεφτά. "Θέλω να το διαβάσει ο κόσμος. Αυτό είναι που με ενδιαφέρει. Θέλω να διαβάσει ο κόσμος όλα αυτά που πρέπει να μείνουν. Να μην ξεχαστούν."

Με λόγια πονεμένα

Η προσφυγιά τον επηρέασε πολύ. Λάβωσε την ψυχή του. Και οι πληγές που του άνοιξε είναι ακόμα ζωντανές. Ο πατέρας του είναι αγνοούμενος. Πάσκισε πολύ για να μάθει τι απέγινε, που μεταφέρθηκε, τέλοσπαντων που θάφτηκε. Τίποτε όμως. Κάθε που ακούει για εκσκαφές της Διερευνητικής Επιτροπής Αγνοουμένων, οι ελπίδες ότι θα βρεθούν και τα οστά του πατέρα του αναπτερώνονται. Δυστυχώς, όμως, νέος πόνος έρχεται να προστεθεί στον υφιστάμενο. Όλα τούτα έχουν επηρεάσει τον Γιάννη Ττίκκη. Και γράφει τα ποιήματα του με λόγια πονεμένα.

"Με το γαίμαν της καρκιάς μου
Τα περίτου εν γραμμένα
με τα μμάθκια μου να τρέχουν
τζιαι να κάμνουν ποταμούς

Προπαντώς, γλυτζιά μου Κύπρος
άμα σκέφτουμαι για σέναν
που σσωμπίνεις τόσα γρόνια
Της σκλαβιάς σου τους καμούς"

Άρθρο του Αντώνη Μακρίδη. Αναδημοσίευση από την εφημερίδα "Πολίτης", τεύχος Τρίτης 9 Ιουνίου 2009.