Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2013

ΚΥΠΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ - CYPRIOT ENGLISH DICTIONARY

Με μεγάλη μας χαρά και υπερηφάνια θα θέλαμε σας παρουσιάζουμε μια περίληψη, ένα δείγμα αν θέλετε, της δικής μας πρότασης για ένα κυπρο-ελληνικό λεξικό.

Τατάς: νονός
Τζιαμέ: εκεί
Τάβλα: τραπέζι
Τάνγκα: ακριβώς
Ταπέλλα: πινακίδα
Ττάππος: πώμα / κοντός
Τζιεγκένης: τεμπέλης / αργόσχολος
Τσιλλώ: πιέζω
Τσούρα: κατσίκα
Τταππουροκολού: μοτοσικλέτα
Τζιλώ: κυλάω
Τζίνη: εκείνη
Τζίνος: εκείνος
Τζισβές: μπρίκι
Τζοιμισμένος: κοιμισμένος
Τουρτουρώ: κρυώνω
Τζιαί: και
Τσεντί: πορτοφόλι
Τσαέρα: καρέκλα

With great pleasure and pride we wish το present a summary, a sample we can say, of our proposal for a Cypriot-Greek dictionary.

Tatas: godfather Tziame: there Tavla: table Tanga: just Tapella: sign Ttappos: short Tziegkenis: lazy / loafer Tsillo: press Tsoura: goat Ttappourokolou: motorcycle Tzilo: roll Tzini: She Tzinos: he Tzisves: brig Tzoimismenos: asleep Turturro: I'm cold Tziai: and Tsenti: wallet Tsaera: chair


ΚΥΠΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ - CYPRIOT ENGLISH DICTIONARY

Με μεγάλη μας χαρά και υπερηφάνια θα θέλαμε σας παρουσιάζουμε μια περίληψη, ένα δείγμα αν θέλετε, της δικής μας πρότασης για ένα κυπρο-ελληνικό λεξικό.

Σάκκος: παλτό
Σαντανοσιά: ανακατωσούρα
Σιακατούρι: κατηφόρα
Σιεηττάνης: σατανάς, πονηρός
Σιεροκουτάλα: ανεκατόστρα, αυτή που μπλέκει κουβέντες
Σιέσης: δειλός
Σιντυχάννω: μιλώ
Σιονοτός: πατημένος, με μεγάλη ταχύτητα
Σιόρ: κύριος
Σιουσιούκκος: παραδοσιακό κυπριακό γλυκό
Σούζω: κουνώ
Στέκκα: λεπτός/ή
Στράτα: δρόμος
Σύξηλος: άναυδος
Σύρνω: ρίχνω
Σωρόκφω: μαζεύω

With great pleasure and pride we wish το present a summary, a sample we can say, of our proposal for a Cypriot-Greek dictionary.

Sakkos: coat Santanosia: busybody Siakatouri: downhill Sieittanis: satan, wicked Sierokoutala: anekatostra, that mixes words Siesis: coward Sintyhanno: speak Sionotos: pressed at high speed Sior: mister Siousioukkos: traditional Cypriot sweet Souzo: Swing Stekka: Slim / or Strata: street Syxilos: speechless Sirno: throw (I) Sorokfo: Shrink

ΚΥΠΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ - CYPRIOT ENGLISH DICTIONARY

Με μεγάλη μας χαρά και υπερηφάνια θα θέλαμε σας παρουσιάζουμε μια περίληψη, ένα δείγμα αν θέλετε, της δικής μας πρότασης για ένα κυπρο-ελληνικό λεξικό.

Ρα: αναφορά προς κοπέλα (αντίστοιχο του ρε)
Ρέσσω: περνώ
Ριάλλια: λεφτά
Ρότσος: πέτρα

With great pleasure and pride we wish το present a summary, a sample we can say, of our proposal for a Cypriot-Greek dictionary.

Ra: Petition to girl (equivalent re) Resso: Pass Riallia: Money Rotsos: Stone

ΚΥΠΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ - CYPRIOT ENGLISH DICTIONARY

Με μεγάλη μας χαρά και υπερηφάνια θα θέλαμε σας παρουσιάζουμε μια περίληψη, ένα δείγμα αν θέλετε, της δικής μας πρότασης για ένα κυπρο-ελληνικό λεξικό.

Παγκούιν: Παγκάκι
Παουρίζω: Φωνάζω
Παπίλλαρος / Ματζιήλα: Τα πρώτα σύκα
Παπίρα: Πάπια / μούσκεμα
Πάππαλλα: Τέλος
Παραπόττης: Μπαγαπόντης
Παρπέρης: Κουρέας
Πασιαμάς: Πλάκα / χαβαλές
Πασιής: Χοντρός
Πατανία: Κουβέρτα
Πάτσος / πατσαρκά: χαστούκι
Πατσιαούρα: Ατιμέλητη / παλιόρουχο
Πατταλόνιν: παντελόνι
Παττίχα: Καρπούζι
Πεζούνιν: Περιστέρι
Περτίτζιην: Περδίκι
Πιθκιαυλοζάμπης / -ισσα: Άντρας / Γυναίκα που τα πόδια του/της είναι λεπτά σαν το πιθκιαύλι
Πιθκιαύλι: Ο αυλός που έπαιζαν οι βοσκοί κατά τη διάρκεια της ημερήσιας βοσκής στους αγρούς
Πιλέ: Ήδη
Πίσσα: Τσίχλα / Ρητίνη
Πιττώννω: Καταπλακώνω
Ποδά: Από 'δω
Ποϊνες: Γαλότσες
Ποθκιάντραπος: Ξεδιάντροπος
Πολογιάζω: Διώχνω
Πομιλόρι: Ντομάτα
Πόμπα: Βόμβα / Τουλούμπα / τέλειο
Ποξαμάτι: Παξιμάδι
Πορνόν: Πρωί
Πότσα: Μπουκάλα
Ποτζιεί: Απ' εκεί
Πουλλαόφωνος: άντρας με λεπτή φωνή
Που(σ)πούξιος / Κουκκουφκιάος: Κουκουβάγια
Ππαραόπιστος: Τσιγκούνης / φιλάργυρος
Ππεζεβέγκης: Κερατάς
Ππούλλιν: Ηλίθιος / γραμματόσημο
Ππουνιά: Γροθιά
Ππουρτού, τα: Κινητά περιουσιακά στοιχεία
Πρότσα: Πιρούνι
Πυρκόλα του την: Χτύπα τον
Πυρά, η: Ζέστη
Πύρουλλος: Καύσωνας

With great pleasure and pride we wish το present a summary, a sample we can say, of our proposal for a Cypriot-Greek dictionary.

Pagguin: Bench
Paourizo: Yell
Papillaros / Matziila: The first figs
Papeera: Duck / soaking
Pappalla: End
Parapottis: tricker
Parperis: Barber
Pashamas: Plaka / chavales
Pashees: Fat
Patania: Blanket
Patsos / patsarka: slap
Patshaoura:
Sloppy / useless fabric
Pattalonin: pants
Patticha: Watermelon
Pezounin: Dove
Pertitziin: partridge
Pithkiavlozampis /-issa: Man / Woman who his / her feet are thin like pithkiafli
Pithkiavli: The flute who shepherds
play during the daily grazing on the fields
Pile: Already
Pissa: Gum / Resin
Pittonno: I'm crushing
Poda: From now on
Poeenaes: Galoshes
Pothkiantrapos: Shameless
Pologiazo: banishe

Pomilori: Tomato
Pompa: Bomb / Touloumpa / perfect
Poxamati: Nut
Pornon: Morning
Potsa: Bottle
Potziei: From there
Poullaofonos: man with a fine voice
Poupouxios / Koukkoufkiaos: Owl
Pparaopistos: Stingy / miser
Ppezevegkis: Cuckold
Ppoullin: Idiot / stamp
Ppounia: Fist
Ppourtou, the: Movable property
Protsa: Fork
Pyrkola tou tin: Hit him
Pira i: hot
Pyroullos: Heatwave