Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2013

ΚΥΠΡΟΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ - CYPRIOT ENGLISH DICTIONARY

Με μεγάλη μας χαρά και υπερηφάνια θα θέλαμε σας παρουσιάζουμε μια περίληψη, ένα δείγμα αν θέλετε, της δικής μας πρότασης για ένα κυπρο-ελληνικό λεξικό.

Καϊλώ: δέχομαι
Κάκκαφα: πολύ ανώμαλα εδάφη
Καλό: αμέ
Καμμώ: κλείνω τα μάτια μου
Καρκασιαλλίκκι: φασαρία
Καρκόλα: κρεβάτι
Καρτζίν: απέναντι
Κάττος: γάτος
Κατρατζύλα: τσουλήθρα
Κατσιαρίζω: κάνω φασαρία
Κατσιαρισμός: φασαρία, θόρυφος
Καύκει: καίει
Κάφκα: ερωμένη παντρεμένου άντρα
Κκελλέ: κεφάλι
Κκελλέ κουλούμπρα: αγύριστο κεφάλι
Κόλλα: χαρτί
Κολοήρα: κοφίνι
Κομμόροτσος / Παπαόροτσος: ακατέργαστη μεγάλη πέτρα
Κόρη: αναφορά προς κοπέλα
Κοτζιάκαρη: γερόντισσα
Κοτολέττα: μπριζόλα
Κούλλουφος: ατημέλητος
Κουφί: φίδι
Κρούζω: καίω
Κρώννουμαι: ακούω, συμβουλεύομαι
Κωλοσύρνω: τραβώ

With great pleasure and pride we wish we present a summary, if you want a sample of our proposal for a Cypriot-Greek dictionary.

Kailo: I accept
Kakkafa: very rough terrain
Kalo: of course
Kammo: I close my eyes
Karkashallikki: fuss
Karkola: bed
Kartshin: opposite
Kattos: cat
Katratshila: slide
Katsharizo: romp
Katsharismos: fuss, noise
Kafkei: burns
Kafka: mistress married man
Kkelle: head
Kkelle kouloumbra: stubborn head
Kolla: sheet of paper
Koloeera: basket
Kommorotsos / Papaorotsos: raw big stone
Kori: Petition to girl
Kotziakari: old woman
Cotoletta: Steak
Koulloufos: scruffy
Kufee: snake
Cruzo: Burn
Kronnoumai: listen, consult
Kolosyrno: plunk

ΚΥΠΡΟΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ - CYPRIOT ENGLISH DICTIONARY

Με μεγάλη μας χαρά και υπερηφάνια θα θέλαμε σας παρουσιάζουμε μια περίληψη, ένα δείγμα αν θέλετε, της δικής μας πρότασης για ένα κυπρο-ελληνικό λεξικό.

Θωρώ: βλέπω

With great pleasure and pride we wish we present a summary, if you want a sample of our proposal for a Cypriot-Greek dictionary.

Thoro: see