Τετάρτη 3 Αυγούστου 2016

Η Πόλις της Αμμοχώστου, Ιστορία και Θρύλος




Η διάλεξη που έγινε στο Λύκειον Ελληνίδων στις 3 Νοεμβρίου 1982
Κυριάκου Χατζηιωάννου

Την τύχη μιας χώρας και των πόλεών της την καθορίζουν ορισμένοι φυσικοί και ανθρώπινοι παράγοντες όπως είναι οι πλουτοπαραγωγικοί πόροι, η γεωγραφική θέση κι’ η ευφυία και φιλοπονία των κατοίκων της. Μέσα σ’ αυτά τα δεδομένα αν κοιτάξουμε στον χάρτη της Κύπρου θα δούμε πως απ’ όλες τες περιοχές περισσότερο ευνοήθηκε από τη φύση η ανατολική της περιοχή με την πεδιάδα της Μεσαριάς, την πλούσια σε γεωργικά και κτηνοτροφικά προϊόντα, και με τα λιμάνια της Σαλαμίνας στην αρχαιότητα και της Αμμοχώστου στο μεσαίωνα και σύγχρονα, που αποτελούσαν εμπορικό σταθμό μεταξύ Ανατολής και Δύσης.

Γι’ αυτό εδώ ακμάσανε στην πολύ βαθειά αρχαιότητα οι μεγάλες πόλεις της Κύπρου, η Αλασία στην αρχή, μια Ετεοκυπριακή πολιτεία που ανθούσε από τον 16ο αιώνα ως τον 11ο αι. π.Χ., δηλαδή μια ζωή 6 αιώνων, η Σαλαμίς αργότερα, η Ελληνικώτατη πολιτεία από τον 12 αι. π.Χ. ως τον 10 αι. μ.Χ., δηλ. μια ζωή 22 αιώνων κι’ η Αμμόχωστος, η μεσαιωνική πολιτεία από τον 10 αι. μ.Χ. μαζί με τη νεαρή πόλη του Βαροσιού ως σήμερα.

Η πεδιάδα της Μεσαριάς αποτελούσε πάντοτε τον σιτοβολώνα της Κύπρου, γιατί όπως λέει κι’ η παροιμία:

Αντάν γιωρκήσ’ η Μεσαρκά
Χορτάννουν μάνες τζιαι παιδκιά
Αντάν γιωρκήσ’ η Πάφου
Πκιάσ’ τα ρούχα σου τζιαι χάθου

Έπειτα τα λιμάνια των πόλεων αυτών, της Σαλαμίνας και της Αμμοχώστου ήταν πρόσφορα στα καράβια που έρχονταν τόσο από τη Δύση, όσο και από την Ανατολή. Βέβαια θα διερωτηθούμε γιατί τα καράβια από τη Δύση να μη πιάνουν στα λιμάνια της Πάφου, του Κουρίου και της Αμαθούντος, που ήταν κατ’ ευθεία γραμμή πιο κοντινά από το λιμάνι της Σαλαμίνος, αλλά η απορία λύεται όταν λάβουμε υπόψη ότι οι παλαιοί ταξίδευαν με ιστιοφόρα και για προστασία το ταξίδι τους ήταν παράκτιο. Έτσι από τη Δύση άγγιζαν τις ακτές της Μ. Ασίας και πλέοντας παράκτια έφταναν στη Σαλαμίνα.

Η ακτή πάλι της Συρίας ήταν τόσο κοντά στη Σαλαμίνα και στην Αμμόχωστο αργότερα, που με βοηθητικό άνεμο μπορούσε ένα καράβι να διαπλεύσει σε μια μέρα μόνο, το διάστημα που χώριζε τα Κυπριακά λιμάνια από τα Συριακά. Η Κύπρος βρίσκεται, για να χρησιμοποιήσω τη χιλιοειπωμένη έκφραση, στο σταυροδρόμι τριών ηπείρων, της Ασίας, της Ευρώπης και της Αφρικής κι’ η θέση αυτή προκαλεί και τη βουλιμία των μεγάλων δυνάμεων. Γιατί, όπως έγραφε ο Γερμανός αρχαιολόγος Gustav Hirschfeld στα 1880, δηλ. δύο χρόνια μετά την αγγλική κατοχή, «εκείνος που θέλει να γίνει και να παραμείνει μεγάλη δύναμη στην Ανατολή, πρέπει να πάρει στα χέρια του την Κύπρο». Ας έχουν λοιπόν υπόψη τους οι πολιτικοί μας αυτό το ιστορικό απόφθεγμα, που ίσχυε πάντοτε γι’ αυτό το νησί, που η ιστορία μας παραχώρησε, τουλάχιστο ως σήμερα να κατοικούμε.

Αυτά σαν εισαγωγή στο θέμα μου που είναι η Αμμόχωστος. Πριν από την εμφάνιση της πόλης της Αμμοχώστου στο προσκήνιο της ιστορίας, εδώ στην ανατολική ακτή της Κύπρου ακμάσαν όπως είπα προηγουμένως, διαδοχικά, η Αλασία, η Σαλαμίνα, που η δεύτερη μετονομάστηκε σε Κωνσταντία τον 4 αι. μ.Χ.

Παράλληλα, αλλά νοτιότερα από τη Σαλαμίνα, ίδρυσε γύρω στα 270 π.Χ. ο Πτολεμαίος Φιλάδελφος μια νέα πόλη που την ονόμασε Αρσινόη προς τιμή της ωραίας, έξυπνης και γοητευτικής αδελφής και συζύγου του, της Αρσινόης. Μα η νέα πολιτεία δεν έζησε φαίνεται περισσότερο από 4 αιώνες. Γιατί, ενώ αναφέρεται από τον στράβωνα τον 1 αι. μ.Χ. που λέει ότι μετά τη Σαλαμίνα «είναι η Αρσινόη, πόλις και λιμάνι» ο γεωγράφος Πτολεμαίος τον 2 αι. μ.Χ. αναφέρει το ακρωτήριο Πηδάλιον, έπειτα τις εκβολές του ποταμού Πεδιαίου κι’ έπειτα τη Σαλαμίνα χωρίς να κάμει μνεία για την Αρσινόη. Απ’ αυτό γίνεται φανερό ότι η πόλις είχε ερειπωθεί, άγνωστο για ποιο λόγο πριν από τον 2 αι. μ.Χ. Και αυτό επιβεβαιώνεται από τον ανώνυμο συγγραφέα του «Σταδιασμού» του 4 αι. μ.Χ. που αναφέρει τα εξής: «Από το Πηδάλιον ως τα νησιά η απόσταση είναι 80 στάδια (δηλ. 14 χιλιόμετρα και 720 μέτρα). Εκεί είναι μια έρημη πόλη, Αμμόχωστος λεγομένη. Έχει λιμάνι για κάθε άνεμο, μα έχει στην είσοδό του χοιράδας (δηλ. βράχους κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας). Φυλάγου».

Είναι φανερό πως η έρημη πόλη που είδε ο συγγραφέας του Σταδιασμού είναι η Αρσινόη, που έμελλε στα ερείπιά της να κτισθεί η Αμμόχωστος. Υπάρχουν όμως ήδη στα χρόνια του Σταδιασμού, δηλ. τον 4 αι. μ.Χ. η Αμμόχωστος ως τοποθεσία, ή καλύτερα η ερειπωμένη πόλις Αρσινόη, που, χωσμένη τώρα μέσα στην άμμο πήρε την ονομασία Αμμόχωστος.

Η Αρσινόη δεν φαίνεται ν’ αναπτύχθηκε ποτέ σε μεγάλη πολιτεία γιατί την επισκίαζε η Σαλαμίνα, που απείχε μονάχα 9 χιλιόμετρα. Και δεν νομίζομε ότι συνέβη αυτό που υποστηρίζουν πολλοί πως μετά την καταστροφή ης Κωνσταντίας το 648 μ.Χ. από τις Αραβικές επιδρομές, η πόλις αυτή εγκαταλήφθηκε από τους κατοίκους της που μετακινήθηκαν νοτιότερα στην Αρσινόη – Αμμόχωστο. Οι κάτοικοι της Κνωστνατίας, όσοι επέζησαν από τη σφαγή των Αράβων, πήγαν μαζί με τον Αρχιεπίσκοπό τους στην Ιουστινιανούπολη ή Νέαν Ιουστινιανήν, που έκτισε ο Ιουστινιανός ο Β’ στις ακτές της Προποντίδος στα 688. Αλλά δεν έμειναν πολύ καιρό εκεί και ξαναγύρισαν στην πόλη τους όπως μαρτυρεί το γεγονός ότι στην Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο του 786 έλαβε μέρος και ο «Κωνσταντίνος, επίσκοπος Κωνσταντίας της Κυπρίων νήσου» και «υπέγραψα», δηλώνει, τα Πρακτικά, «τη εμή χειρί».

Από το ότι η Κωνστάντεια ή Κωνσταντία αναφέρεται τον 6 αι. μ.Χ. απο τον Ιεροκλέα ως «Μητρόπολις» δηλ. πρωτεύουσα της Κύπρου, και από τον Γεώργιον τον Κύπριον τον 7 αι. μ.Χ., κι’ από τον Κωνσταντίνον τον Πορφυρογέννητον τον 10 αι., πάλιν ως μητρόπολις, και δεν αναφέρονται από τους συγγραφείς αυτούς στον κατάλογο που έχουν των Κυπριακών πόλεων ούτε η Αρσινόη ούτε η Αμμόχωστος κρίνει ότι ενώ η πρώτη θα ήταν ερειπωμένη, όπως αναφέρει ο Σταδιασμός, η δεύτερη, η Αμμόχωστος, δεν είχε ακόμα κτισθεί, ως το 950 περίπου που ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος έγραφε το «Περί Θεμάτων» έργο του.

Η Αμμόχωστος λοιπόν φαίνεται πως ιδρύθηκε ευθύς μετά το 964 όταν ο Νικηφόρος Φωκάς καθάρισε την Κύπρο από τους Άραβες και τις Αραβικές επιδρομές τους. Τότε οι κάτοικοι της Κωνσταντίας μετακινήθηκαν νοτιότερα κι’ εγκαταστάθηκαν στην ερειπωμένη Αρσινόη, τη χωσμένη στην άμμο Αμμόχωστο, όπου υπήρχε λιμάνι, γιατί εκείνο της Σαλαμίνος – Κωνσταντίας είχε γίνει πια άχρηστο από τις επιδρομές και τις προσχώσεις του Πεδιαίου.

Όταν το 1191 ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος πολεμούσε τον Ισαάκιο, τύραννο της Κύπρου, κι’ έστειλε τον Γουίδο Λουζινιανό για να καταλάβει την Αμμόχωστο, η πόλις ήταν ανυπεράσπιστη κι’ όπως φαίνεται κι’ ανοχύρωτη κι’ έπεσε στα χέρια του Ριχάρδου χωρίς μάχη.

Μετά 20 χρόνια η πόλις όπως μας πληροφορεί ο Wilbrand, κόμης του Oldenburg, που την επισκέφθηκε στα 1211 «η πόλις ήταν κτισμένη δίπλα στη θάλασσα, μ’ ένα καλό λιμάνι, ελαφρά οχυρωμένο».

Όταν οι Λουζινιανοί αγόρασαν την Κύπρο από τον Ριχάρδο, την οχύρωσαν με βαριά τείχη και πύργους και προμαχώνες και την κατέστησαν πανίσχυρη πολιτεία. Εδώ έκτισαν και τον ωραίο καθεδρικό ναό τους του Αγίου Νικολάου, που εμείς τον είπαμε Αγιά Σοφιά, και που εδώ οι Λουζινιανοί ρηγάδες της Κύπρου στέφονταν με πολλή μεγαλοπρέπεια βασιλιάδες της Ιερουσαλήμ. Με άλλα λόγια η Αμμόχωστος ήταν η συμπρωτεύουσα, μα πολύ πιο πλούσια από την πρωτεύουσα, τη Λευκωσία.

Οι Φράγκοι ονόμασαν την Αμμόχωστο Famagusta, που είναι βέβαια παραφθορά του Ελληνικού Αμμόχωστος, αλλά με το να της κολλήσουν μπροστά το γράμμα F δημιούργησα οι Δυτικοί περιηγητές διάφορες φανταστικές και γελοίες ετυμολογίες. Όπως μας πληροφορεί ο Στέφανος Λουζινιανός οι Λατίνοι ετυμολογούσαν το Famagusta από το Fama Augusti (φήμη του Αυγούστου) σ’ ανάμνηση δήθεν της νίκης του Αυγούστου εναντίον του Αντωνίου και της Κλεοπάτρας στο Άκτιον το 31 π.Χ. ! Ένας Γάλλος, ο Nicole de Huen ετυμολόγησε το όνομα από το fama Costi δηλ. φήμη του Κώστα, πατέρα της Αγίας Αικατερίνης , και τέλος ένας ανώνυμος Άγγλος είπε ότι το Famagusta προήλθε από το ότι η θάλασσα έχει ανοικτό το στόμα της να τη ρουφήξει γιατί τη γουστάρει, δηλ. το Famagusta από το Fam και gusta.

Οι ξένοι όμως περιηγητές και προσκυνητές μας έδωσαν εκτός απ’ αυτά τα φαιδρά, πολύ πολύτιμες πληροφορίες για τις πόλεις Αμμόχωστο και Βαρόσια κατά την εποχή της Φραγκοκρατίας και αργότερα της Ενετοκρατίας και Τουρκοκρατίας.

Ο Άγγλος Sir John Maudeville, που επισκέφθηκε την Κύπρο στα 1322, μας πληροφορεί ότι στη «Famagosta βρίσκεται ένα από τα σπουδαιότερα θαλασσινά λιμάνια που υπάρχουν στον κόσμο κι’ εκεί φτάνουν χριστιανοί και Σαρακηνοί, κι’ άνθρωποι απ’ όλα τα έθνη».
Ότι έγινε μια πολυεθνική πολιτεία ήδη στις αρχές του 14 αιώνα έχομε και την ακριβή έκθεση του Ιταλού μοναχού Ιακώβου de Verona, που επισκέφθηκε την Αμμόχωστο το 1335 και έγραφε ότι στην πόλη υπάρχουν πρώτα «οι αληθινοί χριστιανοί», εννοεί βέβαια τους Λατίνους, και δεύτερο «οι Έλληνες». Υπάρχουν, λέει και «Ιακωβίτες, που δέχονται την περιτομή και βαπτίζονται κατά τον Ελληνικό τρόπο. Υπάρχουν επίσης Αρμένιοι που τελούν τα της λατρείας των, όπως οι αληθινοί χριστιανοί, αλλά τη θεία λειτουργία την κάμνουν στην Ελληνική γλώσσα. Επίσης υπάρχουν Γεωργιανοί και Μαρωνίτες. Αυτά τα δύο δόγματα βαπτίζονται όπως οι χριστιανοί αλλά χρησιμοποιούν την Ελληνική λειτουργία. Υπάρχουν επίσης οι Νεστοριανοί, που ονομάσθηκαν έτσι από τον άπιστο αιρετικό Νέστορα, που λέει ότι ο Χριστός ήταν απλώς ένας άνθρωπος, και τελούν τη λειτουργία τους στην Ελληνική γλώσσα, αλλά δεν ακολουθούν τους Έλληνες, παρά έχουν δική τους λειτουργία». Τους Νεστοριανούς όπως θα δούμε παρακάτω ο Μαχαιράς τους λέει Νεστούρηδες.

Όλα αυτά τα δόγματα είχαν τις δικές τους εκκλησιές στην Αμμόχωστο και γι’ αυτό το πλήθος των εκκλησιών προκαλούσε κατάπληξη στον επισκέπτη, όπως προκαλούν ακόμα και σήμερα τα ερείπιά τους.

Κατά την εποχή της Ενετοκρατίας ήρθαν και Εβραίοι κι’ εγκαταστάθηκαν στην Αμμόχωστο, και όπως μας πληροφορεί ο Εβραίος Ηλίας από το Pesaro, που εγκαταστάθηκε κι’ αυτός στην Αμμόχωστο στα 1563, υπήρχε στην πόλη μια μεγάλη κι’ ωραία Συναγωγή, που τη στήριζαν 25 Εβραϊκές οικογένειες. «Πουθενά αλλού της Κύπρου δεν υπάρχουν Εβραίοι» γράφει. Εκείνο που του έκαμε τη μεγαλύτερη εντύπωση ήταν το ψωμί «που δεν είδε ποτέ του τόσο καλό ψωμί, όσο αυτό της Αμμοχώστου, αλλά ήταν ακριβό». Βέβαια τα ολοσίταρα ψωμιά της Μεσαριάς ήταν περίφημα από τα αρχαία χρόνια κι’ οι αρχαίοι Έλληνες ποιητές, όπως ο Εύβουλος, τα εξυμνούν: «Μα είναι φοβερό να δης και να τα προσπεράσεις της Κύπρου τα ψωμιά και καβαλλάρης να’σαι», γράφει.

Αλλά ο Ιταλός μοναχός Ιάκωβος de Verona μας δίνει πληροφορίες και για την υπόγεια εκκλησία της Παναγίας της Χρυσοσπηλιώτισσας, που βρίσκεται στο Κάτω Βαρόσι. Οι Λατίνοι την αναφέρουν ως Sancta Maria della Cava.

Εκεί τέλεσε τη θεία λειτουργία, γράφει, «και όλοι, έμποροι και προσκυνητές, ναύτες και το πλήρωμα του πλοία εκκλησιάστηκαν και πρόσφεραν μια μεγάλη λαμπάδα στην παναγία, που της είχαν κάμει τάμα, όταν βρέθηκαν σε κίνδυνο στη θάλασσα. Η εκκλησία, λέει, είναι μια σπηλιά και κατεβαίνεις κάτω με 36 σκαλοπάτια. Εκεί μένουν συνεχώς τρεις παπάδες και λειτουργούν για το πλήθος των προσκυνητών».

Τη Χρυσοσπηλιώτισσα την αναφέρει κι’ ένας άλλος Ιταλός ο Nivolai Martoni, που επισκέφθηκε την Αμμόχωςστο στα 1394. την αναφέρει σαν μιαν πολύ κομψή εκκλησία, στην οποία πηγάινει πολύς κόσμος, Λατίνοι και Έλληνες, για να προσευχηθούν».

Ένας άλλος περιηγητής ο Ολλανδός Cornelis van Bruyn, που επισκέφθηκε την Κύπρο στα 1683, κάτι περισσότερο από 100 χρόνια μετά την τουρκική κατάκτηση, γράφει πως ταξιδεύοντας από τη Λάρνακα στην Αμμόχωστο έφτασε σε ένα χωριό που το έλεγαν Σπηλιώτισσα, κι’ ότι εκεί υπήρχε μια υπόγεια εκκλησιά με το ίδιο όνομα, κι ότι τον πήραν εκεί οι Έλληνες για να τη δεί. «Εκεί κατεβαίνεις κάτω με 24 σκαλοπάτια», γράφει. «Η εκκλησιά είναι λαξευμένη σε βράχο κι’ έχει ένα πηγάδι κι’ ένα θάλαμο, όπου υπάρχουν ίχνη αρχαίων ζωγραφιών.

Το χωριό Σπηλιώτισσα, βέβαια, δεν είναι άλλο από το σημερινό Κάτω Βαρόσι, που στα 1683 λεγόταν, φαίνεται, Σπηλιώτισσα. Το πηγάδι είναι το αγίασμα αλλά τα σκαλοπάτια κατά τον Ban Bruyn ήταν τώρα 24 αντί 36 που μας είπε ο Ιταλός μοναχός de Verona. Φαίνεται πως στο διάστημα 350 χρόνων τόσα θα έμεινα, εκτός αν ένας από τους δυο δεν τα μέτρησε καλά.

Ο Λεόντιος Μαχαιράς δεν αναφέρει τη Σπηλιώτισσα αλλά αποκλαλεί την πόρτα της στεριάς της Αμμοχώστου «Πόρταν της Κάβας» που είναι φανερό πως λεγόταν έτσι, γιατί έβλεπε προς το Κάτω Βαρόσι που ήταν η εκκλησιά της Κάβας δηλ. της Σπηλιάς.

Μετά το 1261 που η πόλις Άκρα, το σπουδιαότερο οχυρό των Σταυροφόρων, έπεσε στα χέρια των Μαμελούκων Τούρκων, η Αμμόχωστος κατέκτησε όλη την εμπορική κίνηση της Μεσογείου, που ερχόταν από την Ανατολή προς τη Δύση κι’ ανέβηκε στην κορφή όλων των εμπορικών πόλεων αυτής της θαλάσσιας περιοχής.

Η Τύρος, η Αττάλεια και η Σμύρνη δεν μπορούσαν να συγκριθούν μαζί της. Η Αμμόχωστος μοιραζόταν με την Κ/πολη και την Αλεξάνδρεια την αδιαφιλονίκητη υπεροχή στο εμπόριο που ερχόταν από την Ανατολή. Ούτε η Βενετία ούτε η Γένουα μπορούσαν να καυχιούνται πως είχαν πλουσιότερους εμπόρους, καλύτερες αγορές, περισσότερες ποσότητες προϊόντων απ’ όλες τες χώρες του τότε γνωστού κόσμου πιο πολλά πανδοχεία και πολυαριθμότερους ξένους, εμπόρους, προσκυνητές της Αγίας Γης και ταξιδιώτες που έρχονταν από μακρινές και διάφορες χώρες. Ήταν τότε ο χρυσός αιώνας της Αμμοχώστου.

Ένας Γερμανός παπάς, ο Ludolf από το Suchen της Βεστφαλίας, που επισκέφθηκε την Αμμόχωστο γύρω στα 1336 γράφει: «Η Αμμόχωστος είναι το λιμάνι όλης αυτής της θάλασσας και του βασιλείου και τόπος συνάντησης εμπόρων και προσκυνητών. Είναι η πιο πλούσια απ’ όλες τες πόλεις και οι πολίτες της είναι οι πλουσιώτεροι των ανθρώπων. Ένας πολίτης κάποτε αρραβώνιασε την κόρη του και τα κοσμήματα που είχε στο κάλυμμα της κεφαλής της εκτιμήθηκαν από τους Γάλλους ιππότες, που ήρθαν μαζί μας, σαν πιο πολύτιμα απ’ όλα τα κοσμήματα της βασίλισσας της Γαλλίας. Κάποιος έμπορος αυτής της πόλης πούλησε στον Σουλτάνο μια βασιλική σφαίρα από χρυσάφι, που είχε πάνω της τέσσερεις πολύτιμες πέτρες, ένα ρουμπίνι, ένα σμαράγδι, ένα ζαφείρι κι’ ένα μαργαριτάρι, για εξήντα χιλιάδες φλορίνια και κατόπι ζήτησε ν’ αγοράσει πίσω εκείνη της σφάιρα για εκατό χιλιάδες φλορίνια και δεν του την έδωσαν».

Αυτά που λέει ο Γερμανός παπάς επιβεβαιώνονται από τον δικό μας τον Λεόντιο Μαχαιρά, που γράφει: «Εις την Αμόχουστον ήτον πλήθος του πλούτου, ούλοι άρχοντες, πλούσιοι, ως γοιόν ήτον ο σιρ Φρασές ο Λαχανεστούρης και ο αδελφός του ο σιρ Νικόλ ο Λαχανεστούρης. Και δεν ημπορώ να γράψω την πλουσιότηταν την είχαν, διατί τα καραβία τους χριστιανούς δεν ετολμούσαν απού έρχουνταν από την Δύσην να πραματευθούν αλλού, παρά εις την Κύπρον. Και όλες οι τραφίκες (=συναλλαγές, εμπόριο) της Σουρίγιας εις την Κύπρον εγίνουνταν. Διατί ήτζου ήσαν ωρισμένοι και διαφεντεμένοι (προσταγμένοι) από τον αγιώτατον πάπαν απάνω εις αφορισμόν, να έχουν το κέρδος οι πτωχοί οι Κυπριώτες, διατί είναι απλικεμένοι (=εγκατεστημένοι) απάνω εις μιαν πέτραν εις την θάλασσαν, και  από τη μίαν μερίαν  είναι  οι εχθροί του θεού, οι Σαρακηνοί, και από την άλλην οι Τούρκοι. Και διατί είναι κοντά η Συργιά εις την Αμόχουστον επέμπαν τα καραβία τους και εκουβαλούσαν τα πράματα εις την Αμόχουστον και είχαν κουμέσους (= πράκτορες) και επουλούσαν τες, τον Φρασές τον Λαχανεστούρην και τον αδελφόν του. Και άνταν νάρταν τα ξύλα (=καράβια) της Βενετίας, της Γενούβας, της Φλουρέντζας, της Πίζας, της Καταλωνίας και ούλης της Δύσης, εύρισκαν τας σπετζίας (μπαχαρικά) και εί τι χρήζουνταν, εφορτώνναν και επηγαίνναν εις την Δύσιν. Και δια τούτο ήσαν πλούσιοι οι Αμοχουστιανοί και εφθονίστην ο τόπος ότι ερημάστην και το πλούτος εστράφην εις τους Σαρακηνούς». Εννοεί την Γενουατική κατάληψη της Αμμοχώστου, που κράτησε σχεδόν ένα αιών από το 1373 ως το 1464.

Και συνεχίζει ο Μαχαιράς: «Και να σας ειπώ μερτικόν απέ την αρχοντίαν την είχεν ο σιρ Φρασές Ουλαχά. Και εις πολλά καλέσματα, τα εποίκεν του ρε Πιέρ (=του ρήγα Πέτρου) εις την Αμόχουστον, εποίκεν του έναν κάλεσμαν και όλους τους αφέντες και τους καβαλλάρηδες. Αληθώς ότι ούλοι οι Συριανοί της Αμοχούστου τον αυτόν τρόπον επολομούσαν (=έκαμναν) με τους καβαλλάρηδες, αμμέ ο αυτός ο σιρ Φρασές πολλά εξαίσια και με τον ρήγαν πολλές φορές. Μιαν φοράν ήρτεν έσσω του τον Γεννάρην, οι ποίος σιρ Φρασές απέ την χαράν του και να δείξει την αρχοντιάν του, έβαλεν ξυλαλάν γ’, δ’ γομάρια σαντίς ξύλα και εμαγείρεψαν τα φαγητά».

Ανοίγω μια παρένθεση εδώ για να εξηγήσω τι είναι ο ξυλαλάς και ποια σημασία πρέπει να δοθεί στη χειρονομία αυτή του Λαχανεστούρη. Ο ξυλαλάς είναι η ξυλαλόη από το ξύλο της οποίας έβγαινε το πολύτιμο μύρο η αλόη, που αναφέρεται στην Καινή Διαθήκη: «Ήλθε δε και Νικόδημος φέρων μείγμα σμύρνης και αλόης... και έδησαν το σώμα του Ιησού μετά των αρωμάτων».

Ο ξυλαλάς λοιπόν ήταν ξύλο αρωματικό πανάκριβο, που το έφερναν από τις Ινδίες και που το είχαν σε μεγάλη εκτίμηση. Στα Εκατόλ λόγια αναφέρεται πως ο ερωτευμένος νέος:

Εξώδκιασεν στημ πόρταν της εννιά πύρκους λουβάριν
Τζι’ εξηνταπέντε ξυλαλάν τζι’ εφτά μαρκαριτάριν
Τζιαι λόομ που το στόμαν της δεν ημπορεί να πάρει.

Επανέρχομαι όμως στον Μαχαιράν που συνεχίζει την ιστορία του με τον Λαχανεστούρη: «Και άνταν εδείπνησεν ο ρήγας με τους παρούνηδες (= βαρώνους) και ούλους τους αφέντες, εκάτζαν χαμηλά και επαίζαν το ζάριν. Και εθέλησε να τους δείξει έναν μερτικον ου θησαυρού του. Και ώρισεν και εφέραν μίαν μεγάλην σανίαν, οπού την εβαστάξαν δ’ ανομάτοι, γεμάτην μαργαριτάριν χοντρόν και πέτρες ατίμητες, και ίχια μέσα δ’ λυχνάρια, τουτέστιν ακαρπάγκουλα (πολύτιμες πέτρες με λαμπερό χρώμα σαν τη φωτιά). Και εχένωσεν εις την γωνίαν του σπιτίου, εχένωσεν δουκάτα, ως γοιόν νάχεν είσταιν σιτάριν. Και εις τες άλλες γωνίες γροχία και σεραφία.»

«Ήτον χειμώνας και εις την τζιμνίαν κορμία ξυλαλάς και κανουνία αργυρά (=καπνοδόχος ασημένια). Και ξυλαλάν επυρώννουνταν». Ζεσταίνονταν δηλ. με ξυλαλάν για να γεμίζει το σπίτι με άρωμα. «Και άπλωσεν πευκία μεταξωτά π΄  (ογδόντα) και εις μερτικόν εκάθουνταν». Φαντασθήτε τι κάμαρα θα ήταν και πόσα πεύκια άπλωσε για να κάθουνται τόσοι άνθρωποι στο ένα μέρος των πευκιών μονάχα. «Και ήσαν σκεπασμένα τα δουκάτα και οι μονέδες. Και τότες ώρισεν και εσβήσαν τες φωτιές και την σανίαν έβαλέν την ίχια μέσα και αποσκέπασέν την και εφέγγαν τα λυχνάρια (=οι πολύτιμες πέτρες, τα «ακαρπάγκουλα») ως γοιόν τα κάρβουνα τα απτούμενα». Και πολλοί από τους καβαλλάρηδες αχόρταγοι και πτωχοί εβάλαν τα χέρια τους και πασαείς επίασεν αππόθεν του φάνην και επήραν του μιαν μεγάλην καντιτάν (=ποσότητα). Και ό,τι του πήραν δεν του εφάνην τίπότες».

«Ο ποίος επολόμαν (=έκαμνε) κατά την πίστιν του πολλά ψυσικά», συνεχίζει ο Μαχαιράς, και «έκτισεν και την εκκλησίαν τους Νεστούρηδες απού γης».

Ο Μαχαιράς μας διηγείται ακόμα ένα χαριτωμένο επεισόδιο με τον Λαχανεστούρην που αξίζει να το διηγηθούμε. «Εις τους ατνθ (= 1539) ήρτεν εις την Αμμόχουστον ενείς Κατελάνος με έναν καράβιν δικόν του και ήτον κουρσάρης. Και έφερεν μετά του μίαν πέτραν πρετζιούζαν (= πολύτιμη) γροικώντα την πλουσιότηταν της Κύπρου, δια να την πουλήση. Και τινάς δεν επήγεν να την αγοράση. Και εδυσφάμιασεν (εδυσφήμισε) την Κύπρον. Και επήγαν και είπαν το του Λαχανεστούρη. Και εβγήκεν και επήγεν εις το καράβιν και εσύντυχεν  με τον καραβοκύρην και λαλεί του. «δείξε μου την τζόγιαν (Ιτ. Gioia = πολύτιμη  πέτρα), όπου έφερες να πουλήσεις. Και είπαν μου πως εριφούτιασες (= εδυσφήμισες) τους κυπριώτες και εγώ είμαι ο περίτου πτωχός και ήρτα να την αγοράσω».  Και  θωρώντα τον ο καραβοκύρης με τα παπούγκια του τα κατζούφτερνα ( = παπούτσια με καθισμένρς τις φτέρνες τους) είπεν του «άμε στο καλόν και είναι αντροπή να συντύχω μετά σου». Και ο Λαχανεστούρης λαλεί του «λαλώ σου, δείξε μου την». Και βιγλίζει  (= δικλά, κοιτάζει) ο καραβοκύρης και θωρεί τον πως εφόρεν δ’ δακτυλίδια πρετζιόζα. Δείχνει του την πέτραν και σάζουνται δια δ’ χιλιάδες δουκάτα. Και εβγάλλει τα δακτυλίδια και διδεί του τα δια αραβώναν ( = καπάρο) και λαλεί του «δός μου την πέτραν κι’ έλα μιτά μου να σε πλερώσω». Και παίρνει την πέτραν και πάσιν έσσω του. Και λαλεί του «κάτσε να φάμεν». Και ήτον Τετράδη και πέμπει και αγοράζει κουκκία. Και πγιάννει την πέτραν και βάλλει την εις το γδιν και κοπανίζει την. Θωρώντα τον ο καραβοκύρης πως ετσάκκισεν την πέτραν, ήθελεν να τον σκοτώσει. Λαλεί του, «αδελφέ, δεν την αγόρασα; Κάτσε να φάμεν και αν δεν σε κουσεντιάσω ( = ικανοποιήσω) έχεις δίκαιον να παραπονηθείς». Και μοναύτα εποίκεν την πέτραν ως σγοιόν αρτύματα και έβαλέν την εις τα κουκκία και εφάγαν. Και όσον εφάγαν, επήρεν τον εις τα μαχαζένια. Και θωρώντα τόσον πλήθος ασήμιν, χρυσάφιν, σπέτζιες, είπεν του «δε, απόθεν έχεις απλαζίριν ( = ευχαρίστηση) να σε πλερώσω;» θωρώντα έμεινες πολλά σπαβεντιασμένος ( = θαμπωμένος ) ο καραβοκύρης ... και εσάστην και επούλησεν του και το καράβιν για ς΄ χιλιάδες δουκάτα».

Για τα πλούτη της Αμμοχώστου τα ίδια λέει κι’ ο ανώνυμος Άγγλος, που επισκέφθηκε την Αμμόχωστο στα 1344: «Εκεί στην Αμμόχωστο, λέει, διαμένουν έμποροι από τη Βενετία, τη Γένουα, την Καταλωνία και Σαρακηνοί από τις χώρες του Σουλτάνου..., που ζουν όπως οι κόμητες και οι βαρώνοι. Έχουν άφθονο χρυσάφι κι’ ασήμι. Όλα τα πολύτιμα πράγματα του κόσμου μπορεί να βρίσκουνται στα χέρια τους».

Μ’ αυτά τα τεράστια πλούτη, μ’ αυτήν την πληθωρική εμπορική κίνηση, μ’ αυτά τα πελώρια τείχη με τους πανίσχυρους προμαχώνες, η Αμμόχωστος φάνταζε στα μάτια όλων όσοι την έβλεπαν σαν μια πολιτεία απόρθητη και πανάρχαια, και σαν τέτοια πέρασε στους θρύλους του Κυπριακού λαού και τραγουδήθηκε στα Εκατόλ Λόγια της Αγάπης:

Παφής εχτίστ’ η Τζιβωτός τζιαι θεμελιώθην κόσμος
Τζι’ εχτίστην το τετράποδον οπού κρατεί τον κόσμον,
Εχτίστην τζι’ η Αγιά Σοφκιά, της Τζύπρου το ρηάτον,
Τζι’ εχτίστην τζι’ Αμόχουστος με το Κωνσταντινάτον,
Τότες εδείχτην έρωτας, εδείχτην το ζιννάπιν,
Εδείχτηκεν τζιαι το φιλίν τζι’ η πικραμμένη αγάπη.

Δηλαδή η Αμόχουστος κρατά από τη θεμελίωση του κόσμου, από τότε που κτίστηκε η κιβωτός του Νώε κι’ από τότε που δείχτηκε ο έρωτας κι’ η πικραμένη αγάπη, από τότε δηλαδή που φύτρωσε η ζωή πάνω στον πλανήτη μας.

Αλλά όλα αυτά τα πλούτη, όλη αυτή η χλιδή, που καρπίζει τη διαφθορά και που καρπός της είναι η αμαρτία, βάλλει μέσα στον μέσον άνθρωπο ένα φόβο, ότι κάποιο κακό μέλλεται, μια θεία οργή επικρέμαται τιμωρός στην επηρμένη ανθρώπινη ματαιοδοξία.

Έτσι είδε την Αμμόχωστο κι’ η Σουηδέζα αγία Birgitta που την επισκέφθηκε στα 1369 και στην εξομολόγησή της είπε πως της μίλησε ο Χριστός και της είπε: «Αυτή η πολιτεία είναι Γόμορρα φλεγόμενα, από τη φλόγα της χλιδής και την αφθονία του πλούτου και της αλαζονείας. Γι’ αυτό τα κτίριά της θα καταρρεύσουν και θα μείνουν έρημα και μηδαμινά. Οι κάτοικοί της θα φύγουν και μπροστά στον πόνο και στα δεινά θ’ αναστενάζουν και θα ταπεινώνουνται και θα μιλούν για την αναστάτωσή τους σε πολλές χώρες, γιατί θύμωσα μαζί τους».

Αυτές όμως οι οπτασίες ότι δηλ. εμφανίστηκε ο Χριστός και μίλησε μαζί της γράφτηκαν μετά τον θάνατό της, που συνέβη στα 1373, το χρόνο δηλ. που η Αμμόχωστος μετά από σκληρές μάχες έπεφτε στα χέρια των Γενουατών μισοκατεστραμμένη κι’ οι προφητικές οπτασίες της είναι αμφίβολης αξίας γιατί γράφτηκαν μετά το γεγονός. Ο πατριάρχης των Ιεροσολύμων Δοσίθεος την αποκαλεί «γυναίκα σχισματικήν και εγγαστρίμυθον» ότι δηλαδή αυτά τα έβγαλε από την κοιλιά της.



Αλλά και ο Μαχαιράς αποδίδει την κατάληψη της Αμμοχώστου από τους Γενουάτες στις αμαρτίες μας: «Και αν θέλεις να σου πω, γράφει, πώς η Αμμόχουστο επάρτην, ήτον παραχώρησις θεού δια τας αμαρτίας μας. Όχι την Αμμόχουστον μοναχά, αμμέ ήτον δίκαιον νάχαν πάρει και όλην την Κύπρον δια τες πολλές μας αμαρτίες».

Όταν πήραν την Αμμόχωστο οι Γενουάτες, την ρήμαξαν κυριολεκτικά με τις λεηλασίες τους. Κούρσεψαν τα πάντα και τους πάντες «και επήραν οι Γενουβίσοι, λεει ο Μαχαιράς, και τόσον βίον απέ τον Λαχανεστούρην και τον αδελφόν του, οπού είχαν δύο μιλιούνια δουκάτα». Τα παιδιά του σιρ Φρασές Λαχανεστούρη φτώχυναν πολύ. Ο ένας του γιος μπήκε στο Μοναστήρι των Ιωαννιτών Ιπποτών στη Λευκωσία και «εσημάνισκεν τες καμπάνες και διδούσαν του και έτρωγεν» και ο άλλος «εγίνην γρουτάρης και εγύριζεν εις τα χωργιά». Sic transit Gloria mundi. Έτσι περνά η δόξ’ αυτού του κόσμου. Πάντα ματαιότης τα ανθρώπινα.

Στα 1489 μεγάλα ιστορικά γεγονότα συνέβησαν. Η Κύπρος, σαν παραγινωμένο σύκο, έπεφτε στα χέρια των Βενετσιάνων χωρίς αίματα. Με μόνη τη διπλωματία και το δηλητήριο.  Πρώτα κατάφεραν να δώσουν σύζυγο στον Ιάκωβο τον Νόθο την ωραία Βενετσιάνα Κατερίνα Κορνάρου, αφού την υιοθέτησε η Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας κι’ έπειτα έδρασε το δηλητήριο κι’ έτσι εξαπέστειλαν και τον γαμπρό και το γιο του, βρέφος ακόμα, στις αιώνιες μονές. Τη θετή τους κόρη της χαρίστηκαν, δεν την δηλητηρίασαν, αλλά την εξεβίασαν να παραιτηθεί από τον θρόνο και να παραχωρήσει τα δικαιώματά της στη θετή της μάνα, τη Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου. «Και εις τες ιε΄ Φευρουαρίου, αυπζ’  (1487) επήγεν απέ την Λευκουσίαν να πάγη εις την Αμόχουστον δια να περάση (= να πάη πέρα), λέει ο Γεώργιος Βουστρώνιος.... Και αφ’ ον εβγήκε από την Λευκουσίαν, τα δάκρυα απέ τα μάτια της δεν έπαψαν. Και εις το άμε της εγίνην μέγαν κλάμαν».

Το λιμάνι της Αμμοχώστου συνεχίζει και τώρα με την Ενετοκρατία την εντατική εμπορική του κίνηση. Μέσα στα προϊόντα που εξάγονται είναι  - και μη σας φανή παράξενο – και τα αμπελοπούλια. Όπως μας πληροφορεί ο Άγγλος John Locke, που επισκέφθηκε την Αμμόχωστον στις 13 με 14 Οκτωβρίου του 1553 «πιάνουν λέει, κατά την εποχή αυτήν των αμπελοπουλιών μεγάλες ποσότητες και συνηθίζουν να τα διατηρούν σε μπουκάλια με ξίδι και αλάτι και τα στέλλουν στην Βενετία και σ’ άλλα μέρη της Ιταλίας... .Λεν ότι στέλλουν περίπου 1200 μπουκάλια στη Βενετία, εκτός εκείνων που ξοδεύονται στο νησί, που είναι και αυτά ένας μεγάλος αριθμός. Είναι τόσο άφθονα ώστε όταν δεν υπάρχη φόρτωση μπορείς να τ’ αγοράσης μ’ ένα φαρδίνι της πέννας τη δωδεκάδα, δηλ. με μια παλιά δεκάρα δική μας. Όταν όμως υπάρχη πλοίο τότε τ’ αγοράζεις δυό πέννες τη δωδεκάδα».

Ένας άλλος Άγγλος, ο καθηγητής των Ανατολικών Γλωσσών στο Πανεπιστήμιο της Leyden της  Ολλανδίας John Heyman μας πληροφορεί ότι στα 1757 «τα αμπελοπούλια τα πιάνουν στα τέλη Αυγούστου και τα διατηρούν σε ξίδι και αλάτι πιεσμένα μέσα σε βαρέλια και τα στέλλουν στη Βενετία και στην Αγγλία. Έχουν ένα τρόπο, λέει ο Heyman, να τα τρων μέσα σε Κυπριακό κρασί σαν σάλτσα στ’ αμπελοπούλια. Ας μη ξεχνούμε ότι ο Γερμανός παπάς Ludolf στα 1336 είπε πως «σ’ όλο τον κόσμο δεν υπάρχουν μεγαλύτεροι ή καλύτεροι κρασοπότες από τους Κυπριώτες». Σήμερα όμως δεν είμαστε οι μεγαλύτεροι κρασοπότες. Είμαστ4ε οι μεγαλύτεροι ή καλύτεροι ουϊσκοπότες του κόσμου, συνεργούντων και των ιατρών.

Αναρωτιέται κανείς γιατί οι Λουζινιανοί δεν έκαμαν πρωτεύουσα του κράτους των την Αμμόχωστο, εφόσον η πόλις διέθετε μία τόσο επίκαιρη γεωγραφική θέση ανάμεσα σ’ Ανατολή και Δύση. Μεταξύ άλλων λόγων φαίνεται ότι ήταν τότε και το κλίμα της Αμμοχώστου. Όπως μας πληροφορούν μεσαιωνικοί περιηγητές και συγγραφείς το κλίμα της πόλης ήταν ανθυγιεινό από τα έλη που βρίσκονταν στα βόρεια της Αμμοχώστου. Ο Ιταλός Martoni στα 1394 μας πληροφορεί: «Ανάμεσα στην πόλη της Αμμοχώστου και στην αρχαία πόλη της Κωνσταντίας είναι ένα μεγάλο έλος, που φαίνεται σαν ένας βραχίονας της θάλασσας. Και λέγεται πως εξαιτίας αυτού του έλους και του μεγάλου αριθμού των γυναικών των ελαφρών ηθών, ένας άσχημος αέρας επηρεάζει τους άντρες που κατοικούν σ’ αυτήν την πόλη».

Μα και αργότερα ο μεγάλος ποιητής της Ιταλίας Ariosto στον Orlando Furioso με κάποιες ποιητικές εξάρσεις και υπερβολές τα ίδια λέει.:

Canto XVIII, 136
Και στα φτερά τα σιγανά ενός ούριου ανέμου
Στης Αφροδίτης το νησί, σ’ ενός λιμανιού
Τη σκέπη φτάσανε, που’ναι στον άνθρωπο φθορά
Κι’ οπού τα μέταλλα ραγίζουν και λιγοστή είν’ η ζωή.
Η φύση στην Αμμόχωστο σκληρή εφάνη,
Που’βαλε βάλτο δίπλα της να τη ζημιώνη,
Όντας τα άλλα όλα του νησιού τα μέρη
Μ’ ευχάριστο αέρα τους επισκέπτες τέρπουνε.

Canto XVIII, 137
Από το μίασμα τ’ απαίσιο που ο βάλτος αναδίνει
Κανένα πλοίο δεν θέλει εκεί να παραμείνει

Η Ενετοκρατία ήταν μια περίοδος αγωνίας και άγχους. Στα 1453 η Τουρκία είχε πάρει την Κωνσταντινούπολη και γινόταν η φοβερότερη δύναμη της Ανατολής. Οι Βενετσιάνοι ωχυρώνουν ακόμα περισσότερο την Αμμόχωστο για ν’ αντέξη και στην πιο σκληρή πολιορκία. Στέλλουν τους πιο γενναίους στρατηγούς των για «πρεβετατούρηδες» δηλ. προβλεπτές, όπως ελέγονταν οι κυβερνήτες.

Μέσα σ’ αυτούς τους πύργους των τειχών της Βενετσιάνικης Αμμοχώστου η ποιητική φαντασία του μεγαλύτερου δραματουργού της Ευρώπης, του Σαίξπηρ, είδε να εκτυλίσσεται η τραγωδία που του ενέπνευσε το απαράμιλλο δράμα, τον «Οθέλλο».

Ένας δόλιος σατανικός μηχανορράφος, ο Ιάγος, ανάβει τη ζήλεια του μαύρου κυβερνήτη Οθέλλου μ’ ένα μαντήλι, που χάρισε στη γυναίκα του τη Δισδεμόνα, σαν δείγμα του παράφορου έρωτά του. Αυτό το μαντήλι θα χρησιμοποιήσει ο Ιάγος για να ενοχοποιήση τη Δισδεμόνα πως δήθεν το χάρισε σε ξένο άντρα, στο στενό φίλο του Οθέλλου, τον Κάσσιο.

Με μια αδίστακτη εγκληματικότητα διαλογίζεται ο Ιάγος και λέει:
ΗΗΗ
Το μαντήλιν του Κάσσιου το κονάκι
Θα το χώσω και θα κάμω να το βρή.
Πράγματα τιποτένια κι’ ελαφρά
Σαν τον αγέρα για έναν που ζηλεύει
Απόδειξη είναι θετικιά, σαν νάταν
Μαρτυρημένα μέσα στα Ευαγγέλια.
Κάτι μ[‘ αυτό μπορεί να γίνη. Ο Μαύρος
Με το φαρμάκωμά μου, ολοένα αλλάζει!
Οι βλαβερές ιδέες είναι φαρμάκια,
Που μεταβιάς πικρίζουν στην αρχή,
Μα που όταν λίγο το αίμα ανακατέψουν,
Πέρνουν φωτιά σαν μέταλλα θειαφιού.
Το’πα και νάτος έρχεται! Για ιδές τον!
Ούτε αφιόνι ούτε ναρκωτικό ούτε όλα
Του κόσμου τα σιρόπια τα υπνωτικά,
Μπορούν ποτέ εσένα να σε φέρουν
Στον ψεσινό γλυκό σου ύπνο.

Και πραγματικό το δηλητήριο της ζήλειας που έχυνε στις φλέβες του Οθέλλου ο Ιάγος σταγόνα με σταγόνα, σε μια ανιούσα κλίμακα, του θόλωσε το μυαλό κι’ έπνιξε τη Δισδεμόνα στο κρεββάτι της, σε μια κάμαρα του πύργου των τειχών της Αμμοχώστου, που από τότες φέρνει το όνομα του Οθέλλου.

Η Δισδεμόνα στα βρόχια των χεριών του μαύρου δεν μπόρεσε ν’ αρθρώση άλλο από το «πεθαίνω αθώα». Έκτοτες η ψυχή της στοιχειώθηκε στην πολιτεία της Αμμοχώστου και κάθε φορά που στραγγαλίζεται η πόλη στα χέρια κάποιων Μαύρων, ακούεται σπαρακτική η φωνή της Δισδεμόνας «πεθαίνω αθώα».

Την παλιά, την πολυεθνική πολιτεία, τη μέσα στα τείχη, που τούρκεψε στα 1571, τη διαδέχθηκε η νεαρή Ελληνικώτατη πολιτεία η έξω από τα τείχη. Μα από πότε άρχισε να εμφανίζεται στην ιστορία και στη ζωή, και ποιο ρόλο έπαιξε, θ’ αποτελέση το δεύτερο μέρος του θέματός μας.

Η παλαιότερη πληροφορία που έχουμε για μια υποτυπώδη ύπαρξη είναι αυτή του Μαχαιρά ότι στα 1373 «οι Γενουβίσοι ......... εκουρσεύγαν ωδά κι’ εκειά» γιατί δεν μπόρεσαν «ν’ απεζεύσουν σιμά εις τον λιμνιώναν εις την Αμόχουστον» και «τότε ήλθαν εις το νησσίν των Βοϊδίων, εκεί απεζεύσαν και ήλθαν εις τα περιβόλεα της Τζιλίρης και εκουρσέψαν και ελαβώσαν και πολλούς περβολάρηδες».

Το «νησσίν των Βοϊδίων» ο Dawkins ο σπουδαίος σχολιαστής του Μαχαιρά, ακολουθώντας τη γνώμη του Jeffery, το εξηγεί ως το νησί που έσφαζαν βόδια και το τοποθετεί εκεί όπου ήταν το παλιό σφαγείο του Βαροσιού, πάνω στους βράχους κοντά στο ξενοδοχείο «Κωνσταντία». Εκεί θα ήταν πράγματι το «νησσίν των Βοϊδίων» αλλά δεν νομίζω ότι ωνομάσθηκε έτσι γιατί έσφαζαν βόδια αλλά γιατί αυτά τα νησάκια εκεί θα έμοιαζαν με βόδια, όπως ένα άλλο νησάκι ονομάζεται σήμερα «καμήλα» απέναντι στο Ακταίο. Η θάλασσα τον παλιό καιρό εισχωρούσε στην ξηρά από το νησί του Τζιερή, όπου είναι ο Ναυτικός Όμιλος κι’ έφτανε ως το Δημοτικό Γυμναστήριο κι’ έτσι αυτοί οι βράχοι που ενώνονται σήμερα με τη στεριά ήταν άλλοτε νησάκια. Επομένως όταν οι Γενουβίσοι πέζεψαν στο «νησσίν των Βοϊδίων» και ήλθαν εις «τα περιβόλεα της Τζιλίρης» αυτά τα περιβόλια θα ήταν απέναντι από το νησί, δηλαδή θα βρίσκονταν εκεί ακριβώς, που άρχιζαν παλαιότερα τα περιβόλια του Βαροσιού πριν γίνουν οικόπεδα. Φαίνεται ότι τα περιβόλια του Μαχαιρά αποτελούσαν συνοικισμό από περιβολάρηδες.

Από μια επιστολή του Ενετού Κυβερνήτη της Αμμοχώστου γραμμένη στα 1533 μανθάνουμε ότι η Αμμόχωστος είχε πληθυσμό μέσα στα τείχη 9 χιλιάδες και έξω από τα τείχη 2 χιλιάδες, ενώ πέντε χρόνια ενωρίτερα στα 1528 που έγινε απογραφή αναφέρεται ότι έξω των τειχών της Αμμοχώστου πληθυσμός ήταν μόνο 200 άνθρωποι. Η ραγδαία αυτή αύξηση του έξω των τειχών πληθυσμού φαίνεται ότι οφείλεται στη φοβερή επιδημία που έπεσε μέσα στην πόλη στα 1533 από την οποία πέθαναν γύρω στις 2 χιλιάδες κάτοικοι.

Άλλη πληροφορία είναι αυτή του Βενετσιάνου Paolo Paruta που γράφει ότι στα 1570 κατά την πολιορκία της Αμμοχώστου «οι Τούρκοι άπλωσαν όλο τους το στράτευμα κατά μήκος της παραλίας στην άλλη πλευρά, που εκτείνεται σε τρία μίλια από την πόλη προς τη θάλασσα. Αυτό το μέρος ήταν, λέει, γεμάτο με ωραίους κήπους από πορτοκαλιές, λεμονιές και πολλά άλλα είδη οπωροφόρων δένδρων, αλλά τα περισσότερα απ’ αυτά είχαν ήδη κοπεί από τους ίδιους τους κατοίκους, για να μην αφήσουν τίποτες που μπορούσε να ήταν χρήσιμο στον εχθρό. Οι Τούρκοι όμως χρησιμοποίησαν τους πολλούς λάκκους, που αποθήκευαν για τους κήπους άφθονο ολοκάθαρο και κρύο νερό, πάρα πολύ ανακουφιστικό για τα στρατεύματα, τα καταπονημένα από την έντονη ζέστη της χώρας».

Κατά τον Paruta αυτά τα περιβόλια εκτείνονταν σ’ απόσταση τριών μιλίων από την πόλη, δηλ. θα έφταναν ως τη Δερύνεια. Η πληροφορία όμως μιλά για κατοίκους που έκοψαν τα οπωροφόρα δένδρα των κήπων τους, και φαίνεται ότι εννοεί κατοίκους που ζούσαν μέσα στα περιβόλια, αλλά δεν κάμνει λόγο τί απέγιναν τα σπίτια και τα νοικοκυριά τους. Ο Paruta  ήταν σύγχρονος ιστοριογράφος των γεγονότων.

Ο Στέφανος Λουζινιανός που εξέδωσε τη Χωρογραφία του στα 1573 περιγράφοντας την Αμμόχωστο λέει: «Η γη έξω από την Αμμόχωστο είναι όλη άμμος, μα προς τα νότιά της έχει αμπέλια κι’ ωραίους κήπους με όλα τα είδη των φρούτων. Και κάθε έξι η οκτώ μέρες ποτίζουν τους κήπους με ζώα που γυρίζουν μεγάλους τροχούς (εννοεί τα αλακάτια) και βγάζουν από τους λάκκους όλο το νερό που χρειάζονται».

Ο Άγγελος Calepio, αυτόπτης μάρτυρας της πολιορκίας της Λευκωσίας όχι όμως και της Αμμοχώστου, γιατί μεταφέρθηκε αιχμάλωτος στην Κ/πόλη, γράφει για την Αμμόχωστο όσα άκουσε από συναιχμαλώτους του και από βιβλία άλλων. Γράφει λοιπόν για την Αμμόχωστο: «Μετά την κατάληψη της Αμμοχώστου οι πολίτες της έμειναν προς το παρόν στα σπίτια τους, αλλά πολλοί διώχθηκαν από τους Τούρκους και ήρθαν να πεζέψουν εκεί και κατόπι τα έκαμαν κατοχή. Στους πολίτες επετράπη να ζουν ως Χριστιανοί, δεδομένου ότι δεν θα ανήκε κανείς στη Λατινική Εκκλησία. Σ’ αυτούς (δηλ. τους Λατίνους) οι Τούρκοι δεν παραχώρησαν ούτε εκκλησιά ούτε σπίτι ούτε κανένα προνόμιο. Οι Λατίνοι στην Αμμόχωστο ήταν υποχρεωμένοι να αποκρύπτουν την πίστη τους. Αν ένας τούρκος ήθελε να πουλήση ένα σπίτι, οι πολίτες της Αμμοχώστου είχαν το δικαίωμα της προτιμησιακής αγοράς, όταν ήταν δικό τους προηγουμένως, να το αγοράσουν αυτοί, αντί οποιοσδήποτε άλλος, μα αν οι τούρκοι δεν ήθελαν να πουλήσουν τα σπίτια, τότε ο καθένας τους κρατούσε αυτό που έπιανε».

Δηλαδή οι τούρκοι πέζευαν στα σπίτια στην αρχή, έπειτα έκαμναν κατοχή κι’ ύστερα τα πουλούσαν στους ιδιοκτήτες τους.

Στα 1683 έχουμε την πρώτη μαρτυρία από τον Ολλανδό van Bruyn ότι υπήρχε το σημερινό Κάτω Βαρόσι με το όνομα Σπηλιώτισσα όπως είδαμε προηγουμένως, και στα 1738 έχουμε τη μαρτυρία του Pococke ότι «πήγε σ’ ένα χωριό που λεγόταν Merash, που ήταν μισό μίλι στα νότια της Αμμοχώστου, όπου ζουν οι χριστιανοί, που δεν επιτρέπεται να κατοικούν μέσα στην πόλη. Ήμουν συστημένος, λέει, σ’ ένα χριστιανό που μου παραχώρησε ένα δωμάτιο που είχε κτισμένο στο περιβόλι του κι’ ήμουν εκεί ολομόναχος». Ο Pococke  στο έργο του που εξέδωσε στα 1747 έχει χάρτη που τον σχεδίασε ο Jeffery με την ονομασία του σημερινού Βαροσιού ως Merash κι’ έτσι Merash το αναγράφει κι’ ο Γερμανός ιστορικός, J. P. Reinhard στον χάρτη που έχει στον δεύτερο τόμο του έργου του «Ιστορία των βασιλείων της Κύπρου» που δημοσίευσε στα 1768.

Η ονομασία Βαρόσι είναι από την τουρκική λέξη varos που σημαίνει προάστειο και απορεί κανείς πώς στα 1738 λεγόταν στα τούρκικα Merash και σήμερα Marash.To Marash ή Merash είναι χωριό στην Τουρκία και πιθανό απ’ εκεί να ωνόμασαν οι τούρκοι το Varos Marash κατά συνήχηση. Φαίνεται ότι η λέξη varos είναι της γραφομένης τουρκικής κι’ ήταν άγνωστη στον τουρκικόν όχλο, γι’ αυτό το Varos το έκαμαν Marash και Merash.  Οι Έλληνες πάλι ετυμολόγησαν το Βαρόσι από κάποιον ανύπαρκτον Βαρώνον Ρόσσην και γι’ αυτό το Βαρόσι γράφεται με ωμέγα και δύσκολα κανείς τολμά να το γράψει με όμικρον μήπως χαρακτηρισθή αγράμματος.

Ο Σίμος Μενάρδος στο «Τοπωνυμικόν της Κύπρου» γράφει: «Αλλ’ ουδεμία τουρκική τοπωνυμία ηυδοκίμησεν τοσούτον, όσον η αποδοθείσα εις τον μετά την εκπόρθησιν της Αμμοχώστου σχηματισθέντα έξω των τειχών αυτής χριστιανικόν συνοικισμός, όστις ονομάζεται Βαρώσια (τα). Η λέξης αύτη, κλινομένη μάλιστα των Βαρωσίων και δη και τοις Βαρωσίοις (!) παρητυμολογήθη πολλαχώς, αποδοθείσα και εις αυτόν τον βαρώνον Ρόσσην, μυθολογούμενον πρόγονον του Ζακυνθίου θυρωρού της κυπριακής εκθέσεως του 1901 (!)».

Δεν είναι όμως αλήθεια ότι ο συνοικισμός του Βαροσιού έγινε αμέσως μετά την κατάληψη της Αμμοχώστου από τους τούρκους, γιατί τότε επιτρεπόταν ακόμα η παραμονή των Ελλήνων στην πόλη, όπως είδαμε προηγουμένως. Η απαγόρευση ήρθε με τουρκικό διάταγμα το 1573 δυο χρόνια μετά την πανωλεθρία του τουρκικού στόλου από τους Δυτικούς στη Ναύπακτο. Τότε απαγορεύθηκε η παραμονή των Ελλήνων μέσα στην πόλη των τειχών κι’ οι κάτοικοι αναγκάσθηκαν να εγκατασταθούν στους κήπους των στα νότια της πόλεως και ν’ αποτελέσουν ένα Varos, όπως έλεγε το τουρκικό διάταγμα.

Αργότερα όμως φαίνεται ότι τους επέτρεψαν να έχουν τα καταστήματά τους μέσα στην πόλη, όπως μας πληροφορεί ο John Heyman στα 1757 : «Οι Έλληνες εδώ (στην Αμμόχωστο) δεν επιτρέπεται να ζουν στην πόλη, γράφει, και τα καταστήματα που έχουν σ’ αυτήν, πρέπει όλα να κλειδώνουνται στη δύση του ήλιου και όλοι ν’ αποσύρουνται στις κατοικίες τους. Εδώ δεν υπάρχουν προάστεια παρά σπίτια που βρίσκονται περίπου μισό μίλι από την πόλη στην ανοικτή χώρα με το καθένα στον κήπο του, που κάμνει μιαν εμφάνιση  πολυτελέστατη. Ούτε Φράγκος ούτε Έλληνας επιτρέπεται να πάη μέσα στην πόλη καβάλλα σε άλογο κι’ αυτός είναι ένας από τους κύριους λόγους που επηρέασε τους Φράγκους ώστε να μην εγκατασταθούν εδώ». Γι’ αυτό οι Φράγκοι εγκαταστάθηκαν στη Λάρνακα κι’ εκεί ίδρυσαν και τα προξενεία τους.

Ο Michael de Vezin, Βρεττανός πρόξενος Γαλλικής καταγωγής, που πέθανε και θάφτηκε στη Λάρνακα στα 1792, γράφει για την Αμμόχωστο: «Έξω από την πόλη υπάρχουν περισσότερα σπίτια που κάμνουν ένα χωριό με καλούς κήπους με λεμονόδενδρα, ροδιές κι’ άλλα εύγεστα φρούτα. Η Λάρνακα είναι η πόλη που διαμένουν οι Φράγκοι».

Κατά το τέλος του 18ου αιώνα φαίνεται ότι επετράπη στους Έλληνες να κατοικούν στην Αμμόχωστο αλλά προτιμούσαν να μένουν στα Βαρόσια. Περί αυτού έχομε την μαρτυρία του William Turner, διπλωμάτη και περιηγητή, που στα 1815 γράφει: «Κοντά στην πόλη της Αμμοχώστου είναι ένα χωριό, που κατοικείται από χριστιανούς, που δεν είναι αποκλεισμένοι από την πόλη αλλά προτιμούν να ζουν στο χωριό, του οποίου το κάθε σπίτι έχει τον κήπο του. Αυτό το χωριό έχει περίπου 100 χαμηλά σπίτια, τα περισσότερα πλινθαρένια αλλά και μερικά πέτρινα.... Πήγα στην πόλη που είναι περίπου ένα τέταρτο της ώρας στα ΒΑ του χωριού».

Δηλαδή τα Βαρόσια, αν είναι σωστή η μαρτυρία του Turner, στα 1815 θα είχαν περίπου 600 κατοίκους, αν υπολογίσουμε πως το κάθε σπίτι είχε κατά μέσον όρο 4 παιδιά.

Κατά την Βρεττανική απογραφή του 1881 ο πληθυσμός της Αμμοχώστου μαζί με τα Βαρόσια ήταν: 725 Μωαμεθανοί, 1813 Έλληνες Ορθόδοξοι και 26 άλλων θρησκευμάτων. Δηλαδή ο πληθυσμός του Βαροσιού στις αρχές της Αγγλοκρατίας δε ξεπερνούσε τον πληθυσμό ενός μέτριου σημερινού χωριού της Κύπρου.

Αυτό το χωριό του 1881 άρχισε να μεγαλώνη ραγδαία. Το ευνόησε η θέση του που έγινε και πάλι το κυριώτερο λιμάνι της Κύπρου και κρατούσε στο χώρο του το μεγαλύτερο εισαγωγικό και εξαγωγικό εμπόριο με τα πλούσια γεωργικά προϊόντα της Μεσαριάς, των Κοκκινοχωριών και της Καρπασίας και με την πιο κοντινή σύνδεση της με τη Λευκωσία. Αλλά και με τη φιλοπονία κι’ ευφυΐα των κατοίκων της.

Όταν η Κύπρος απέκτησε την ανεξαρτησία της, με την εμβάθυνση κι’ επέκταση του λιμανιού της, υπήρξε ο αναμφισβήτητος; Πνεύμονας της Κυπριακής οικονομίας. Τότε την ανακάλυψαν κι’ οι τουρίστες.  Χρυσή αμμουδιά της που την έκαμνε εφάμιλλη πλαζ μ’ εκείνες του Κάπρι και της Κυανής Ακτής, μαζί με τη φιλόξενη τάση των κατοίκων της, την κατά παράδοση «ιμερόεσσαν και τερψίθυμον» έδωσε τα σκήπτρα του Κυπριακού τουρισμού στους Βαροσιώτες, που πλούτιζαν την Κεντρικήν Τράπεζα της Κύπρου με πολύτιμο συνάλλαγμα.

Το άλλοτε χωριό εξελίχθηκε τώρα σε μια πολιτεία εύρωστη, νοικοκυρεμένη και πεντακάθαρη, που την ξυπνούσε το άρωμα των λεμονανθών και την κοίμιζε απαλά ο ζέφυρος στα λικνιστά κύματα, που έσβηναν ξεψυχισμένα στην ξανθή αμμουδιά της.

Κι’ ήταν η πολιτεία περήφανη και γι’ αυτά, μα περισσότερο για την πνευματική και  πολιτιστική της ζωή. Είχε το «Λύκειο Ελληνίδων Αμμοχώστου» σαν κέντρο μιας ωραίας και θαυμαστής καλλιτεχνικής κίνησης, την «Ανόρθωσιν» σαν επίζηλο κέντρο αθλητισμού και τον «Επιστημονικό και Φιλολογικό Σύλλογο Αμμοχώστου» γνωστότερο σαν ΕΦΣΑ, σαν το αδιαφιλονίκητο πνευματικό κέντρο, ένα συνεχές λαϊκό πανεπιστήμιο που, από το βήμα του δίδαξαν μεγάλοι ξένοι και δικοί μας άνθρωποι του πνεύματος και της τέχνης. Είχε και τα Γυμνάσια και προπαντός το αρχαιότερο, το Ελληνικό Γυμνάσιο Αμμοχώστου, φυτώριο επιστημονικής καλλιέργειας και εθνικού φρονηματισμού. Εδώ γαλουχήθηκαν με τα νάματα της Ελληνικής Ιδέας οι μεγαλύτεροι εθνικοί μας ήρωες, Γρηγόρης Αυξεντίου και Κυριάκος Μάτσης.

Οι κάτοικοί της ζούσαν ευτυχισμένοι ως τις 20 Ιουλίου 1974, μέρα που ο Αττίλας έκαμνε την πρώτη του εισβολή.

Στις 21 Ιουλίου, ημέρα Κυριακή, τα τούρκικα αεροπλάνα έρχονται κατά κύματα και ρίχνουν βόμβες και ρουκέττες και μυδραλλιοβολούν.

Στις 22 Ιουλίου, ημέρα Δευτέρα, η επιδρομή των αεροπλάνων γίνεται πιο άγρια. Κτυπιούνται και παραδίδονται στις φλόγες το Διοικητήριο, τα Δικαστήρια, το Δημαρχείο, κι’ όλα τα κτίρια – γραφεία, αποθήκες, εργοστάσια – που βρίσκονταν σ’ απόσταση 500 μέτρων από το δρόμο του λιμανιού. Το παραλιακό ξενοδοχείο «Σαλαμίνια» γκρεμίζεται σαν νάνταν από χαρτί και φράσσει το δρόμο. Άλλες βόμβες πέφτουν σε κτίρια και σπίτια στο κέντρο της πόλης. Στους τοίχους των σπιτιών και στην άσφαλτο των δρόμων μένουν οι χαρακιές από τις σφαίρες των μυδραλλίων.

Οι περισσότεροι κάτοικοι εγκαταλείπουν τα σπίτια τους και ζητούν ασφαλέστ4ερα καταφύγια στα υπόγεια πολυκατοικιών, συνήθως μισοτελειωμένων, κι’ εκεί διανυκτερεύουν.  Και παρόλο το σφοδρό και αδιάκριτο βομβαρδισμό δεν τρομοκρατήθηκαν και δεν εγκατέλειψαν την πόλη τους.

Στις 22 Ιουλίου, ώρα 4μ.μ. αναγγέλθηκε από ραδιοφώνου η ανακωχή, αλλά και τότε ακόμα ένα σμήνος αεροπλάνων ξεφόρτωσε τις τελευταίες του βόμβες.
Αλλά στις 14 Αυγούστου, μέρα Τετάρτη, που άρχισε η δεύτερη επίθεση του Αττίλα κι’ έσπασε η αμυντική γραμμή της Μιας Μηλιάς, ο διευθυντής του Νοσοκομείου πήρε οδηγίες από το Στρατηγείο να μεταφέρη το Νοσοκομείο στο Φρέναρος. Η είδηση μεταδόθηκε κεραυνοβόλα από σπίτι σε σπίτι κι’ όλοι οι κάτοικοι έφευγαν με τη μεγαλύτερη σπουδή προς την κατεύθυνση του Φρενάρου. Τα αυτοκίνητα κολλητά το ένα πάω στο άλλο συνωστίζονταν στον ίδιο δρόμο και τα τούρκικα αεροπλάνα διέγραφαν απειλητικά κύκλους στον αέρα. Σε διάστημα δυο ωρών ως τις 8 το πρωί η πόλις είχε αδειάσει.

Το να γράφης ή να διηγήσαι, Κυρίες και Κύριοι, ιστορίες είναι ίσως και ευχάριστο στην ακοή, αλλά το να ζης αυτές τες ιστορίες είναι τραγικό.

Δεν θα ήθελα λοιπόν να πω τί επακολούθησε και να σας κάμω να ζήσετε αυτές τες τραγικές στιγμές και ν’ αναλυθήτε σε δάκρυα όπως και τότε που εγκαταλείψατε όλο το βιός μιας ζωής και τραβήξαμε όλοι μαζί στην άχαρη προσφυγιά και ζούμε όπως όλοι οι πρόσφυγες μ’ ελπίδες πως θα πάμε μια μέρα πίσω στα σπίτια μας.

Τώρα βλέπουμε την πόλη μας στα όνειρά μας και με πόνο αναρωτιόμαστε: Ήταν άραγε ένα φωτεινό μετέωρο που έσβησε για πάντα από το ουράνιο στερέωμα της Κύπρου, ή θα ξαναλάμψη και πάλι, όπως πριν;


Δεν υπάρχουν σχόλια: